Επειδή είναι χρήσιμο απόσπασμα, βάζω ολόκληρο το κομμάτι του Κάσκα:
CASCA: A common slave—you know him well by sight—
Held up his left hand, which did flame and burn
Like twenty torches join’d, and yet his hand,
Not sensible of fire, remain’d unscorch’d.
Besides—I ha’ not since put up my sword—
Against the Capitol I met a lion,
Who glared upon me, and went surly by,
Without annoying me: and there were drawn
Upon a heap a hundred ghastly women,
Transformed with their fear; who swore they saw
Men all in fire walk up and down the streets.
And yesterday the bird of night did sit
Even at noon-day upon the market-place,
Hooting and shrieking. When these prodigies
Do so conjointly meet, let not men say
‘These are their reasons; they are natural;’
For, I believe, they are portentous things
Unto the climate that they point upon.
ΚΑΣΚΑΣ: Ένας δούλος κοινός, – στην όψη τον γνωρίζεις –
σήκωσε το ζερβί του χέρι, που άναψε και καιόταν
σαν είκοσι δαδιά μαζί· κι όμως το χέρι του
δεν ένιωσε φωτιά ούτε εκάη. Εξ άλλου, – κι έκτοτε
δεν εθηκάρωσα σπαθί, – μπροστά στο Καπιτώλιο
μου παρουσιάστη ένα λιοντάρι, που με κοίταξε
και με προσπέρασε αγριωπό χωρίς να με πειράξει·
μια μάζωξη γυναίκες, καμιά κατοστή,
σωρό κουβάρι, σαν χαμένες, κι απ’ τον τρόμο
αλλαγμένα τα μούτρα τους, βεβαίωναν μ’ όρκους
πως είδαν άντρες, όλους φλόγες, να βαδίζουν
πέρα δώθε στους δρόμους. Και το νυχτοπούλι
έκατσε μέρα μεσημέρι εχτές στην αγορά
κι αχολογιόταν κι έσκουζε. Όταν τέτοια θάματα
συντυχαίνουν, ας μην ειπεί κανείς «οι αιτίες τους
είν’ έτσι κι είναι φυσικά»· γιατί πιστεύω
είναι κακά σημάδια για τον τόπο όπου συμβαίνουν.
(Μετάφραση Β. Ρώτα)
ΚΑΣΚΑΣ: Είδα έναν δούλο –κι εσύ θα τον αναγνωρίσεις αν τον δεις–
να υψώνει τ’ αριστερό του χέρι κι αυτό να φλέγεται,
να καίει σαν είκοσι λαμπάδες ενωμένες· κι όμως,
το χέρι του δεν ένιωθε καθόλου τη φωτιά, έμενε ανέπαφο.
Εξάλλου –και από τότε δεν ξανάβαλα στη θήκη το σπαθί μου–
κοντά στο Καπιτώλιο βρήκα μπροστά μου ένα λιοντάρι
που άγρια με κοίταξε και με προσπέρασε βαρύ,
χωρίς καθόλου να με βλάψει. Πιο πέρα είδα μαζεμένες σε μιαν άκρη
καμιά εκατοστή γυναίκες κάτωχρες και παραμορφωμένες
απ’ τον τρόμο, που ορκιζόντουσαν πως είχαν δει να τριγυρνάνε
στους δρόμους άντρες ζωσμένοι φλόγες. Και άκουσα πως χτες
είδαν τον νυχτοκόρακα που πήγε κι έκατσε μεσημεριάτικα
στη μέση της αγοράς και άρχισε να σκούζει και να κρώζει.
Όταν, λοιπόν, τέτοια σημεία και τέρατα συμβαίνουνε όλα μαζί,
κανένας δεν μπορεί να πει, «Αυτά εύκολα εξηγούνται,
είναι φυσικά»: γιατί εγώ πιστεύω πως ειν’ απαίσια σημάδια
για τη χώρα όπου εμφανίζονται.
(Μετάφραση Ε. Μπελιέ)