metafrasi banner

isogloss = ισόγλωσση γραμμή, (το) ισόγλωσσο

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Πρώτα, η θεωρία: :)

ΛΝΕΓ06:
ισόγλωσσος (η) {ισογλώσσ-ου | -ων) ΓΛΩΣΣ. η γραμμή που σε χάρτες διαλέκτων περικλείει τις περιοχές που εμφανίζουν το ίδιο γλωσσικό φαινόμενο με την ίδια ή διαφορετική μορφή. Επίσης ισόγλωσσο (το). [ΕΤΥΜ. Ελληνογενής ξέν. όρ., < γερμ. Isoglosse].

ΛΚΝ:
ισόγλωσσο το [isóγloso] Ο41 : (γλωσσ.) γραμμή που σε διαλεκτολογικούς χάρτες αποτελεί το σύνορο ανάμεσα σε περιοχές που εμφανίζουν το ίδιο γλωσσικό φαινόμενο με διαφορετικό τρόπο. || (επέκτ.) το ίδιο το γλωσσικό φαινόμενο: H παρεξήγηση στη «Bαβυλωνία» του Bυζάντιου στηρίζεται στο ~ “κουράδια” (στην κρητική διάλεκτο) - “κοπάδια” (στις άλλες διαλέκτους).
[λόγ. < γερμ. Isoglosse < iso- = ισο- + -glosse < αρχ. γλῶσσα]


Και η αφορμή:

It's 10:15 in Germany. Do You Know Where Your Isoglosses Are?




Συνέχεια εδώ:
 

meidei

New member
Τα ισόγλωσσα ή οι ισόγλωσσες γραμμές. Πιστεύω έτσι χρησιμοποιείται κυρίως.
 
Top