metafrasi banner

inhere (in) - inherence = ενυπάρχω, αποτελώ αναπόσπαστο μέρος - ενύπαρξη, (το) σύμφυτο, (το) εγγενές

rogne

¥
Από λεξικά:

inhere: "ενυπάρχω", "αποτελώ αναπόσπαστο μέρος".
inherence: "ενύπαρξη", (το) "σύμφυτο", (το) "εγγενές".

Όλα τα υπόλοιπα είναι συμφραζόμενα...
 
Top