Index Maladictus / Το Βρωμολεξικό

Earion

Moderator
Staff member
maledictus : μετοχή παρακειμένου της παθητικής φωνής (perfect passive participle) του ρήματος maledīcō : υβρίζω, κακολογώ, καταριέμαι. Άρα : αυτός που έχει υποστεί ύβρεις, κατάρες.

βρόμικος (με την έννοια του filthy, obscene words) : sordidus, obscaenus, immundus, impurus, squalidus.
 

nickel

Administrator
Staff member
Επειδή ο Πλατής φτιάχνει χιουμοριστικά λεξικά, δεν αποκλείεται να κάνει κάποιου είδους χιούμορ, και σκοπεύω να το ανακαλύψω την Πέμπτη. Σίγουρα δεν νιώθει να τον περιορίζουν οι λεξικογραφικές συμβάσεις.
 
Το έχω το λεξικό, αλλά δεν είδα πουθενά να εξηγείται ο τίτλος (δεν έψαξα κιόλας).

Πάντως, Maledicta λεγόταν, λάθος: λέγεται, το περιοδικό που μελετάει το θέμα
http://www.sonic.net/~maledicta/journal.html
 
Top