Από ότι ξέρω, το
indemnify δεν έχει άλλη έννοια από το «αποζημιώνω». Η διατύπωσή σου είναι στάνταρ λεκτικό συμβάσεων. Συμφωνώ με Όλι, δηλαδή.
Οι όροι εξηγούνται επαρκώς
εδώ, όπου αναφέρεται ακριβώς υπόθεση που έφτασε ενώπιον δικαστηρίων επειδή υπήρχε διαφωνία σχετικά με τους επίμαχους όρους.
Χμμμ, σωστά και τα δύο - θα μπορούσε δηλαδή να εννοεί ...agrees to indemnify... και να το έχει παραλείψει. Εδώ όμως δεν τίθεται θέμα αποζημίωσης, γιατί αυτό που συμβαίνει είναι ότι ο Α πληρώνει τον Β, ο οποίος με τη σειρά του πληρώνει τον Γ, και η σύμβαση ορίζει ότι ο Γ δεν έχει καμία απαίτηση από τον Α αν του φάει λεφτά ο Β. Το "εξαιρεί" του Cadmian ταιριάζει καλύτερα στην περίπτωσή μου.
Υποθέτω ότι η σύμβαση συνάπτεται μεταξύ Β και Γ, και σε αυτήν ο Γ δεσμεύεται να αποζημιώσει και να απαλλάξει από ευθύνη τον Α αν δεν τον πληρώσει ο Β, σωστά;
Από τον σύνδεσμο που έδωσα:
What is important to know is that "indemnity" and "hold harmless" provisions in a contract require the presence of at least three persons, namely: the two parties to the contract [Α και Β στην περίπτωσή σου] and a third individual [
Γ στην περίπτωσή σου] who sues one of the parties for damages. The party sued must not then bother the protected party. [Δηλαδή, ο Β, αν του κάνει αγωγή ο Γ, δεν μπορεί να ζητήσει τα λεφτά του από τον Α] Instead, the sued party must hold the other party harmless and if that other party is also sued and becomes liable [Αν δηλαδή ο Γ κάνει αγωγή στον Α],
the first party must then indemnify (i.e. reimburse) the protected party for its monetary liability. [Ο Β πρέπει να αποζημιώσει τον Α επειδή ο Γ έκανε αγωγή στον Α]
Έδιτ: επειδή το ξαναδιαβάζω και ζαλίστηκα, για να το εξηγήσω καλύτερα, θα συμφωνήσω κι εγώ με την προλαλήσασα: μήπως μπορείς να μας ονομάσεις τα μέρη της σύμβασης, σχηματικά;