Από το ODE:
implode verb collapse or cause to collapse violently inwards: [NO OBJ. ] both the windows had imploded | [WITH OBJ. ] the plasma implodes the fuel. — implosion noun.
Από τη Wikipedia:
Implosion is a process in which objects are destroyed by collapsing on themselves. The opposite of explosion, implosion concentrates matter and energy. An example of implosion is a submarine being crushed from the outside by the hydrostatic pressure of the surrounding water.
Στο ΛΝΕΓ:
ενδόρρηξη (η) {-ης κ. -ήξεως | -ήξεις, -ήξεων} ΦΥΣ. το φυσικό φαινόμενο που συνίσταται στη βίαιη θραύση προς τα μέσα στερεού σώματος, συνήθ. ενός σωλήνα με κενό αέρος, όταν δέχεται εξωτερική πίεση ανώτερη από τα όρια μηχανικής αντοχής των τοιχωμάτων του. [ΕΤΥΜ < ένδο- + ρήξη (βλ.λ.), μετάφρ. δάνειο από αγγλ. implosion].
Στο ΛΝΕΓ δεν έχει ρήμα, αλλά μπορούμε να έχουμε διάφορες περιφράσεις για το implode (εκρήγνυται προς τα μέσα, καταρρέει προς τα μέσα, υφίσταται ενδόρρηξη, ή προκαλεί ενδόρρηξη στη μεταβατική χρήση). Αν χρησιμοποιήσουμε ρήμα, καλό είναι να το κλίνουμε σαν το λόγιο εκρήγνυμαι: Το σύστημα ενδορρήγνυται.
Διαφωνώ με όλες τις απόψεις που φιλοξενούνται εδώ.
Μην πάτε να μας χαλάσετε τις καλές συνήθειες.
implode verb collapse or cause to collapse violently inwards: [NO OBJ. ] both the windows had imploded | [WITH OBJ. ] the plasma implodes the fuel. — implosion noun.
Από τη Wikipedia:
Implosion is a process in which objects are destroyed by collapsing on themselves. The opposite of explosion, implosion concentrates matter and energy. An example of implosion is a submarine being crushed from the outside by the hydrostatic pressure of the surrounding water.
Στο ΛΝΕΓ:
ενδόρρηξη (η) {-ης κ. -ήξεως | -ήξεις, -ήξεων} ΦΥΣ. το φυσικό φαινόμενο που συνίσταται στη βίαιη θραύση προς τα μέσα στερεού σώματος, συνήθ. ενός σωλήνα με κενό αέρος, όταν δέχεται εξωτερική πίεση ανώτερη από τα όρια μηχανικής αντοχής των τοιχωμάτων του. [ΕΤΥΜ < ένδο- + ρήξη (βλ.λ.), μετάφρ. δάνειο από αγγλ. implosion].
Στο ΛΝΕΓ δεν έχει ρήμα, αλλά μπορούμε να έχουμε διάφορες περιφράσεις για το implode (εκρήγνυται προς τα μέσα, καταρρέει προς τα μέσα, υφίσταται ενδόρρηξη, ή προκαλεί ενδόρρηξη στη μεταβατική χρήση). Αν χρησιμοποιήσουμε ρήμα, καλό είναι να το κλίνουμε σαν το λόγιο εκρήγνυμαι: Το σύστημα ενδορρήγνυται.
Διαφωνώ με όλες τις απόψεις που φιλοξενούνται εδώ.
- Δεν χρειάζεται *έρρηξη (ούτε *ένρηξη — σιγά μην ξαναρχίσουμε το παιχνίδι έρρινο / ένρινο). Μπορεί να λέμε ότι το ενδο- δείχνει τι συμβαίνει στο εσωτερικό, αλλά προκειμένου να έχουμε δύσχρηστες και δυσνόητες λέξεις γινόμαστε πιο έξυπνοι από τους κανόνες (βλέπε ενδοστρεφής).
- Όχι *ενδόρηξη. Η λέξη έχει καθιερωθεί με δύο -ρ-. Ενδόρρηξη. Έτσι μπήκε στο Penguin το 1974.
- Όχι *ερρηγνύομαι, *ενδορηγνύομαι ή *ενδορρηγνύομαι. Ενδορρήγνυμαι όπως εκρήγνυμαι.
Μην πάτε να μας χαλάσετε τις καλές συνήθειες.