Έχω ριχτεί στη μελέτη αλλά συχνά μου κάνετε παρέα στα διαλείμματα.. Σας θυμήθηκα και απόψε, αιτία το άρθρο του Κακολύρη Γ. με τίτλο "Η ηθική της φιλοξενίας: Ο Ζακ Ντεριντά για την απροϋπόθετη και την υπό όρους φιλοξενία", στο ειδικό τεύχος Ε.Κ.Ε. 'Μετανάστευση, φύλο και επισφάλειες σε συνθήκες κρίσης' (Β'-Γ'/2013,140-14, επιμ. Αθανασίου Α., Τσιμουρής Γ.).
Επομένως, η φιλοξενία αρχίζει με μια προϋπόθεση, που είναι η κυριότητα ενός οίκου εκ μέρους του οικοδεσπότη (όπως, άλλωστε, μαρτυρεί και η λέξη «οικοδεσπότης»). Αυτή είναι μια «προϋπόθεση» που, σύμφωνα με τον Ντεριντά, βαρύνει την υπό όρους φιλοξενία. Η δική μας αντίρρηση είναι ότι όχι μόνο η υπό όρους φιλοξενία αλλά η φιλοξενία εν γένει δεν μπορεί ποτέ να είναι απροϋπόθετη, ακριβώς γιατί προϋποθέτει την κατοχή ή την κυριότητα ενός οίκου από την πλευρά του οικοδεσπότη. Η ιδέα της απροϋπόθετης φιλοξενίας, η οποία από την ίδια τη φύση της αποκλείει κάθε προϋπόθεση, δεν είναι μόνο «αδύνατη» (όπως θα δούμε να υποστηρίζει ο ίδιος ο Ντεριντά) αλλά είναι και άτοπη, άσκεπτη, εφόσον δεν μπορούμε να σκεφτούμε μια φιλοξενία η οποία να μην προϋποθέτει την κατοχή ή την κυριότητα ενός οίκου, δηλαδή την ύπαρξη ενός οικοδεσπότη με όλη εκείνη τη δύναμη που τον περιβάλλει και τον καθιστά ικανό να φιλοξενεί.
Αλλά ας επιστρέψουμε στον Ντεριντά και στη σχέση φιλοξενίας και δύναμης-εξουσίας. Επειδή δεν υπάρχει, επίσης, φιλοξενία χωρίς χρονικούς περιορισμούς (δεν μπορεί, για παράδειγμα, να επισκεφθεί κάποιος ως φιλοξενούμενος το σπίτι κάποιου άλλου και να εγκατασταθεί εκεί για πάντα), όπως δεν υπάρχει φιλοξενία χωρίς αριθμητικούς περιορισμούς (δεν μπορεί, για παράδειγμα, κάποιος να είναι προσκεκλημένος σε ένα σπίτι και να φέρει μαζί του όλους τους συγγενείς και όλους τους φίλους του), ο οικοδεσπότης ασκεί την κυριαρχία του με το να επιλέγει, να φιλτράρει, να διαλέγει τους καλεσμένους του, τους επισκέπτες του ή τους φιλοξενούμενούς του, εκείνους στους οποίους αποφασίζει να προσφέρει το δικαίωμα επίσκεψης ή φιλοξενίας, αλλά και με το να ορίζει το διάστημα για το οποίο μπορούν να παραμείνουν.
Συνεπώς, υπάρχει πάντα κάποια μορφή εχθρότητας, έστω και ελάχιστης, σε κάθε πράξη φιλοξενίας, δηλαδή η φιλοξενία φέρει πάντα εντός της το αντίθετό της, με αποτέλεσμα να αποτελεί μια ορισμένη «φιλοεχθροξενία» («hostipitalité»), πράγμα που αντανακλάται, άλλωστε, και στην ετυμολογία της. Η γαλλική και η αγγλική λέξη για τη «φιλοξενία» είναι «hospitalité» και «hospitality» αντίστοιχα ενώ και οι δύο προέρχονται από τη λατινική λέξη hospes, που σχηματίζεται από το hostis, που αρχικά σήμαινε τον «ξένο» και στη συνέχεια έλαβε την έννοια του εχθρού ή του «εχθρικού» ξένου (hostilis), και τη λέξη pets (potis,potes, potentia), το να έχει κάποιος δύναμη. Συνεπώς, ο αποκλεισμός, η αδικία, μια ορισμένη βία, και δη μια ορισμένη «επιορκία» απέναντι στον απόλυτο νόμο της φιλοξενίας αρχίζει αμέσως, από το κατώφλι του δικαιώματος στη φιλοξενία.
Επομένως, η φιλοξενία αρχίζει με μια προϋπόθεση, που είναι η κυριότητα ενός οίκου εκ μέρους του οικοδεσπότη (όπως, άλλωστε, μαρτυρεί και η λέξη «οικοδεσπότης»). Αυτή είναι μια «προϋπόθεση» που, σύμφωνα με τον Ντεριντά, βαρύνει την υπό όρους φιλοξενία. Η δική μας αντίρρηση είναι ότι όχι μόνο η υπό όρους φιλοξενία αλλά η φιλοξενία εν γένει δεν μπορεί ποτέ να είναι απροϋπόθετη, ακριβώς γιατί προϋποθέτει την κατοχή ή την κυριότητα ενός οίκου από την πλευρά του οικοδεσπότη. Η ιδέα της απροϋπόθετης φιλοξενίας, η οποία από την ίδια τη φύση της αποκλείει κάθε προϋπόθεση, δεν είναι μόνο «αδύνατη» (όπως θα δούμε να υποστηρίζει ο ίδιος ο Ντεριντά) αλλά είναι και άτοπη, άσκεπτη, εφόσον δεν μπορούμε να σκεφτούμε μια φιλοξενία η οποία να μην προϋποθέτει την κατοχή ή την κυριότητα ενός οίκου, δηλαδή την ύπαρξη ενός οικοδεσπότη με όλη εκείνη τη δύναμη που τον περιβάλλει και τον καθιστά ικανό να φιλοξενεί.
Αλλά ας επιστρέψουμε στον Ντεριντά και στη σχέση φιλοξενίας και δύναμης-εξουσίας. Επειδή δεν υπάρχει, επίσης, φιλοξενία χωρίς χρονικούς περιορισμούς (δεν μπορεί, για παράδειγμα, να επισκεφθεί κάποιος ως φιλοξενούμενος το σπίτι κάποιου άλλου και να εγκατασταθεί εκεί για πάντα), όπως δεν υπάρχει φιλοξενία χωρίς αριθμητικούς περιορισμούς (δεν μπορεί, για παράδειγμα, κάποιος να είναι προσκεκλημένος σε ένα σπίτι και να φέρει μαζί του όλους τους συγγενείς και όλους τους φίλους του), ο οικοδεσπότης ασκεί την κυριαρχία του με το να επιλέγει, να φιλτράρει, να διαλέγει τους καλεσμένους του, τους επισκέπτες του ή τους φιλοξενούμενούς του, εκείνους στους οποίους αποφασίζει να προσφέρει το δικαίωμα επίσκεψης ή φιλοξενίας, αλλά και με το να ορίζει το διάστημα για το οποίο μπορούν να παραμείνουν.
Συνεπώς, υπάρχει πάντα κάποια μορφή εχθρότητας, έστω και ελάχιστης, σε κάθε πράξη φιλοξενίας, δηλαδή η φιλοξενία φέρει πάντα εντός της το αντίθετό της, με αποτέλεσμα να αποτελεί μια ορισμένη «φιλοεχθροξενία» («hostipitalité»), πράγμα που αντανακλάται, άλλωστε, και στην ετυμολογία της. Η γαλλική και η αγγλική λέξη για τη «φιλοξενία» είναι «hospitalité» και «hospitality» αντίστοιχα ενώ και οι δύο προέρχονται από τη λατινική λέξη hospes, που σχηματίζεται από το hostis, που αρχικά σήμαινε τον «ξένο» και στη συνέχεια έλαβε την έννοια του εχθρού ή του «εχθρικού» ξένου (hostilis), και τη λέξη pets (potis,potes, potentia), το να έχει κάποιος δύναμη. Συνεπώς, ο αποκλεισμός, η αδικία, μια ορισμένη βία, και δη μια ορισμένη «επιορκία» απέναντι στον απόλυτο νόμο της φιλοξενίας αρχίζει αμέσως, από το κατώφλι του δικαιώματος στη φιλοξενία.
Last edited: