ιστορικισμός
ο· 1. διδασκαλία σύμφωνα με την οποία η ιστορία, εφόσον αφεθεί στις δικές της αποκλειστικά δυνάμεις, είναι ικανή να συλλάβει ορισμένες ηθικές ή θρησκευτικές αλήθειες· 2. ερμηνεία σύμφωνα με την οποία η ουσιαστική προσφορά τού μαρξισμού έγκειται στην ιστορική θεώρηση τών κοινωνικών φαινομένων και στην αποδοχή αυτού που επιβεβαιώνεται από την ιστορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. historicisme < historic- (πρβλ. ἱστορικός) + -isme (πρβλ. -ισμός)].
Το παραπάνω από το Παπυρολεξικό. Το ΛΚΝ, περιέργως, δεν έχει τίποτα, ενώ το λήμμα στο ΛΝΕΓ είναι χορταστικότατο. Ίσως το ανεβάσω κάποια στιγμή.