Από το δελτίο τύπου για το 13ο τεύχος της Athens Review of Books (Δεκέμβριος 2010):
Το 13ο τεύχος της Athens Review of Books είναι αφιερωμένο στον Στίβεν Χόκινγκ, η επιστημονική τόλμη και μεγαλοφυΐα του οποίου σε συνδυασμό με το ψυχικό μεγαλείο του τον κατέστησαν όχι μόνο τον μεγαλύτερο εν ζωή θετικό επιστήμονα αλλά και σύμβολο των υψηλότερων κατακτήσεων της ανθρώπινης διάνοιας. Αφορμή είναι η έκδοση στα ελληνικά του βιβλίου «Το Μεγάλο Σχέδιο», έργο που απευθύνεται στο ευρύ κοινό. Η πρωτοτυπία του review που δημοσιεύεται είναι ότι δεν είναι γραμμένο από κάποιον ειδικό επιστήμονα (πυρηνικής φυσικής, αστροφυσικής, κοσμολογίας, ελληνορθόδοξο μητροπολίτη κ.λπ.), αλλά από τον κριτικό λογοτεχνίας Άρη Μπερλή, με τις εντυπώσεις του από τα άδυτα της κβαντικής φυσικής να συνοψίζονται στο Σολωμικό: «Και ξανοίγονται μπρος μου αναπάντεχα μέρη αλλουνού κόσμου». [...]
Πήρα από τον συγγραφέα την άδεια για την αναδημοσίευση της παρακάτω παρουσίασης, αφού, δυστυχώς, η ύλη του καλού περιοδικού δεν υπάρχει στο διαδίκτυο (κάτι που θα ήθελα να σχολιάσω σε χωριστό νήμα σε πρώτη ευκαιρία).
Να δηλώσω εξαρχής ότι δεν είμαι φυσικός και κατά συνέπεια δεν είμαι σε θέση να έχω επιστημονική άποψη για το βιβλίο των Hawking-Mlodinow.{1} Υποθέτω ότι υπάρχει ή μπορεί να υπάρξει αντίλογος από εκπροσώπους της επιστημονικής κοινότητας ως προς τις απόψεις που διατυπώνονται στο Μεγάλο Σχέδιο. Μολονότι θα με ενδιέφερε να μάθω τις αντιδράσεις των συναδέλφων τους, δεν θα μπορούσα να συμμετάσχω σε αυτή τη συζήτηση (και όσο πιο τεχνική θα γινόταν, τόσο λιγότερο θα μπορούσα να την παρακολουθήσω). Αλλά αν δεν είμαι αρμόδιος να μιλήσω για την επιστημονική πλευρά του θέματος, δεν είμαι αναρμόδιος να καταθέσω τις αντιδράσεις μου ως κοινός αναγνώστης. Το Μεγάλο σχέδιο {2} δεν απευθύνεται σε ειδικούς• όπως και η Σύντομη ιστορία του χρόνου, απευθύνεται σε ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό και ο στόχος του δεν είναι απλώς μορφωτικός, είναι ριζικά παιδευτικός. Οι συγγραφείς του είναι στρατευμένοι στην υπόθεση της επιστήμης, συγκεκριμένα της σύγχρονης φυσικής, και δεν κρύβουν την ακράδαντη πεποίθησή τους ότι τα έσχατα ερωτήματα «της Ζωής, του Σύμπαντος και των Πάντων» —ερωτήματα όπως «Γιατί υπάρχει κάτι αντί για το τίποτα;» «Γιατί υπάρχουμε εμείς;» «Γιατί αυτό το σύνολο φυσικών νόμων και όχι κάποιο άλλο;» «Ποια είναι η φύση της πραγματικότητας;» «Χρειαζόταν το Σύμπαν κάποιο δημιουργό;»— μπορούν να απαντηθούν μόνο από την επιστήμη. Η πεποίθηση αυτή εκφράζεται ήδη στην πρώτη σελίδα, όταν δηλούται κατηγορηματικά ότι «η φιλοσοφία έχει πεθάνει, καθώς δεν συμβάδισε με τις σύγχρονες εξελίξεις στην επιστήμη, ιδιαίτερα στον χώρο της φυσικής» και «στον αέναο αγώνα μας για γνώση, τη δάδα της ανακάλυψης βαστούν πλέον οι επιστήμονες». Αυτή η σαρωτική ετυμηγορία όμως αυτοαναιρείται και αυτοδιαψεύδεται. Καθώς σωστά παρατήρησε ο πάλαι ποτέ συνεργάτης του Hawking αστροφυσικός George Ellis, «κάθε άποψη στο βάθος είναι φιλοσοφική. Γιατί αξίζει να κάνουμε επιστήμη; Η απάντηση είναι φιλοσοφική. Η ίδια η επιστήμη δεν μπορεί να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα από μόνη της.»{3} Θα πρόσθετα ότι η ίδια η πεποίθηση ότι μόνο η επιστήμη μπορεί να απαντήσει σε αυτά τα θεμελιώδη ερωτήματα («Γιατί υπάρχει κάτι αντί για το τίποτα;» κ.λπ.) και η διάθεση να απαντηθούν με την επιστράτευση της επιστημονικής γνώσης είναι καθαρά φιλοσοφικού χαρακτήρα. Οι Hawking-Mlodinow ανεπίγνωστα φιλοσοφούν – και εδώ δεν υπάρχει καμία ένσταση.
Πέρα από αυτό το φάλτσο, το Μεγάλο σχέδιο είναι για τον layman, τον μη ειδικό αλλά επαρκή και φιλομαθή αναγνώστη, ένα συναρπαστικό βιβλίο (όπως και πολλά άλλα καλογραμμένα βιβλία εκλαϊκευμένης επιστήμης, είτε αφορούν στη φυσική είτε στη βιολογία είτε στη φυσιολογία του εγκεφάλου). Ο αναγνώστης που δεν γνωρίζει τίποτα ή σχεδόν τίποτα από τις σύγχρονες θεωρίες της φυσικής, θα εκπλαγεί, θα απορήσει ευχάριστα και θα νιώσει (παραφράζοντας τον Σολωμό) «να ξανοίγονται ομπρός του αναπάντεχα μέρη αλλουνού κόσμου». Αυτή η αίσθηση της αποκάλυψης θα μπορούσε να συγκριθεί με αυτό που δοκιμάζει ένα παιδί διαβάζοντας για πρώτη φορά ένα γοητευτικό παραμύθι και συνεπαίρνεται ή ένας έφηβος που ακούει για πρώτη φορά Μπαχ και μένει άφωνος. Κι ακόμη μια ξαφνική αίσθηση ότι, κατά την έκφραση του ποιητή, «μυριάδες δυνατότητες φρικιούν γύρω μας κι ούτε που καθόλου εγγίζουμε οι ηλίθιοι»{4}. Ο αναγνώστης του Μεγάλου σχεδίου δεν θα τα καταλάβει όλα, αλλά είναι βέβαιο ότι (υπό την προϋπόθεση πως είναι επαρκής και αξιοποιεί τις νοητικές του δυνάμεις, πρωτίστως τη φαντασία του) θα συλλάβει το νόημα της ιστορίας — γιατί αφήγηση τελικά διαβάζει ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, αφήγηση ιστοριών που συμποσούνται και καταλήγουν σε ένα καθοριστικό συμπέρασμα: ότι η πραγματικότητα που συνάγουμε από την καθημερινή μας εμπειρία δεν είναι η μόνη υπαρκτή• υπάρχουν και άλλες πραγματικότητες που μπορούν να φαίνονται εκ πρώτης όψεως απίθανες, παράλογες ή μυθώδεις, αλλά παρ’ όλα αυτά, μοιάζουν απολύτως εύλογες, όχι μόνο διότι στηρίζονται σε επιστημονικά δεδομένα αλλά και διότι έχουν την πειστικότητα της δημιουργικής φαντασίας. Ο Μπλέηκ έλεγε πως καθετί που μπορεί να γίνει πιστευτό είναι μια εικόνα της αλήθειας.
Αλλά ας αφήσουμε προς το παρόν τους ποιητές και την ποίηση (μολονότι οι δεσμοί μεταξύ φυσικής και λογοτεχνίας είναι πολλοί — δύναμη φαντασίας, δημιουργική ερμηνεία φαινομένων, ακρίβεια, συστηματική προσφυγή σε μεταφορές, σύλληψη πολλαπλών κόσμων και εναλλακτικών όψεων της πραγματικότητας{5}) και ας συγκεντρωθούμε στο περιεχόμενο του βιβλίου. Έχοντας επίγνωση του κινδύνου να διολισθήσει τούτο το κείμενο σε εκλαΐκευση της εκλαΐκευσης, θα χρησιμοποιήσω κατά το δυνατόν τα ίδια τα λόγια των συγγραφέων, είτε αυτολεξεί είτε ενσωματώνοντάς τα στον λόγο μου.
Η ιστορία αρχίζει με τη μεγάλη επανάσταση που συνέβη στη φυσική επιστήμη στις αρχές του εικοστού αιώνα (1900-1930), και την εμφάνιση δύο θεωριών, της θεωρίας της σχετικότητας και της κβαντικής θεωρίας. Οι θεωρίες αυτές έφεραν τα πάνω κάτω στον τρόπο που συλλαμβάνουμε και ερμηνεύουμε τον κόσμο και τα φυσικά φαινόμενα και μπορούν να παραβληθούν με τη μεγάλη επανάσταση του μοντερνισμού στη λογοτεχνία και τις καλές τέχνες που συνέβη στις ίδιες ακριβώς δεκαετίες. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε ριζική ανατροπή εθισμών αιώνων ή και χιλιετιών. Ακόμη περισσότερο, οι νέες ανακαλύψεις στη φυσική ήρθαν σε ευθεία αντίθεση με τον κοινό νου, τις αισθήσεις και την εμπειρία μας (όπως αντίστοιχα τα έργα της Βιρτζίνια Γουλφ και του Τζέημς Τζόυς απαίτησαν την εκρίζωση παγιωμένων αναγνωστικών συνηθειών). Πώς μπορεί να συλλάβει ο νους ότι ο χωρόχρονος (έννοια που καθεαυτή, ως μία οντότητα, δεν είναι εύκολο να κατανοηθεί) καμπυλώνεται από την επενέργεια της ύλης; Ότι η βαρύτητα καμπυλώνει και επιβραδύνει τον χρόνο; Η κβαντική φυσική αποκάλυψε ακόμη πιο απίθανα, «τρελά» πράγματα• ήταν σαν ο κόσμος Πίσω από τον καθρέφτη της Αλίκης να απέκτησε ξαφνικά υπόσταση πραγματική όχι πλασματική. Ήδη στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου τους οι Hawking-Mlodinow σκιαγραφούν εύληπτα αυτές τις μεγάλες ανακαλύψεις:
Ας συγκρατήσουμε τις πολλαπλώς σημαίνουσες και πρωτοφανείς προτάσεις
Σταδιακά ξετυλίγεται η απίθανη ιστορία της κβαντικής φυσικής, συχνά με χιούμορ αλλά πειστικά, αποκαλυπτικά, από έκπληξη σε έκπληξη. Την επιτροχάδην πραγμάτευση στο δεύτερο κεφάλαιο της σημασίας και της κυριαρχίας των φυσικών νόμων (αιτιοκρατία του Λαπλάς) ακολουθεί η διερεύνηση της φύσης της πραγματικότητας και κατά πόσο η «αντικειμενική πραγματικότητα» πιστοποιείται από τις παρατηρήσεις μας και τις μετρήσεις μας. Οι συγγραφείς υιοθετούν την ιδέα του «ρεαλισμού κατά το μοντέλο» - δηλαδή ότι μια φυσική θεωρία δεν είναι παρά ένα μοντέλο (μαθηματικού χαρακτήρα, γενικά) και ένα σύνολο κανόνων που συνδέουν τα στοιχεία του μοντέλου με τις παρατηρήσεις. Σύμφωνα με τον «ρεαλισμό κατά το μοντέλο», δεν έχει νόημα να αναρωτιόμαστε κατά πόσον ένα μοντέλο είναι αληθινό, αλλά μόνο κατά πόσον συμφωνεί με τις παρατηρήσεις μας. Αν δύο μοντέλα συμφωνούν εξίσου με την παρατήρηση, τότε κανείς δεν μπορεί να πει ότι το ένα μοντέλο είναι περισσότερο αληθινό από το άλλο. Αυτή η ιδέα ενός ρεαλισμού που δεν είναι απόλυτος σύμφωνα με την τυπική έννοια της λέξης αλλά «κατά το μοντέλο» που εμείς κατασκευάζουμε, έχει μεγάλη σημασία στη μελέτη, στην αναγνώριση και στην παραδοχή ως «πραγματικών» όσων συμβαίνουν σε ατομικό και υπο-ατομικό επίπεδο. Τα ηλεκτρόνια δεν μπορούμε να τα δούμε με τα μάτια μας ή με μικροσκόπιο (δεν είναι καν «πράγματα» με την τρέχουσα έννοια της λέξης που βασίζεται στην καθημερινή παρατήρηση και εμπειρία)• συνάγουμε όμως την ύπαρξή τους από τα αποτελέσματα της συμπεριφοράς και της δράσης τους και αυτή η «ύπαρξή» τους δεν είναι λιγότερο πραγματική από εκείνη που πιστοποιεί το μάτι μας. Το ίδιο και τα κουάρκ αποτελούν ένα μοντέλο που εξηγεί ικανοποιητικά τις ιδιότητες και τη συμπεριφορά των νουκλεονίων των ατόμων. Το φως συμπεριφέρεται τόσο ως σωματίδιο όσο και ως κύμα. Και τα δύο μοντέλα είναι εξίσου αξιόπιστα. Και επειδή η ανθρώπινη απλή γλώσσα δεν μπορεί να περιγράψει αυτά που συμβαίνουν στην υπο-ατομική και στη συμπαντική κλίμακα, προσφεύγουμε στη γλώσσα των μαθηματικών ή σε αναλογίες (συχνά προσφυείς, με τον τρόπο της λογοτεχνίας). Για να χρησιμοποιήσουμε και εμείς μια αναλογία: Ο κόσμος είναι ένα μεγάλο, πυκνό, πλούσιο, πολύσημο κείμενο. Η «πραγματικότητά» του είναι όπως η πραγματικότητα ή αλήθεια ενός κειμένου (της Αντιγόνης, του Άμλετ, της Δίκης, του Βασιλιά της Ασίνης ή των Νέων της Σιδώνος), είναι το σύνολο των διαφορετικών και ισοδυνάμως έγκυρων ερμηνειών του, οι οποίες αλληλοεπικαλύπτονται. Υπάρχει και στη λογοτεχνία μια Θεωρία Μ.
Προχωρώντας στην ανάγνωση του Μεγάλου σχεδίου, βήμα το βήμα οι εκπλήξεις διαδέχονται η μία την άλλη. Ταυτόχρονα, γίνεται αντιληπτό (και έχει μεγάλη σημασία) το ότι οι αλλόκοτοι νόμοι που κυβερνούν τον μικροσκοπικό και απρόσιτο στις αισθήσεις μας κόσμο των ατόμων, δεν θίγουν την ισχύ των φυσικών νόμων του δικού μας μακροσκοπικού κόσμου. Η κβαντική φυσική δεν καταργεί τον Νεύτωνα. Οι σχετικές σελίδες του βιβλίου είναι σαφείς (και καθησυχαστικές):
Φαντάζομαι ότι στη φράση «οι φυσικοί ακόμη προσπαθούν να κατανοήσουν τις λεπτομέρειες σχετικά με την ανάδυση των νευτώνειων νόμων από το κβαντικό βασίλειο» κρύβεται ίσως ένα μελλοντικό θαύμα της επιστήμης, η δυνατότητα να μάθουμε κάποτε το σημείο ή μάλλον το άθροισμα όπου το «τρελό» γίνεται «λογικό», όπου οι πιθανολογικές κβαντικές πραγματικότητες αρχίζουν να μεταλλάσσονται για να γίνουν τελικά η δική μας γνώριμη, ενιαία και βέβαιη πραγματικότητα του φυσικού μας κόσμου. Η ίδια η λέξη ανάδυση με κάνει να υποθέσω (μπορεί να κάνω και λάθος) ότι ενδεχομένως θα ανακαλύψουμε κάποτε την ύπαρξη ενός «μεταβατικού» σταδίου, μιας βαθμιαίας τιθάσευσης των απείθαρχων κβαντικών στοιχείων, μιας μετάβασης ανάλογης με τη μετάβαση στην ιστορία της εξέλιξης από το ανόργανο στο ενόργανο ή της ανάβασης των φθόγγων μέσω των συνδυασμών τους στο επίπεδο της πραγματικής γλώσσας - της λέξης, της φράσης, του ποιήματος, του μυθιστορήματος. Μπορεί οι αναλογίες μου να είναι ατυχείς, μπορεί να μην υπάρχει μεταβατικό στάδιο, μπορεί όλα να τελούνται ταυτοχρόνως, αλλά οδηγούμαι σε αυτές από αντίστοιχες αναλογίες που χρησιμοποιούν οι συγγραφείς. Πότε ή μάλλον πώς η συνάθροιση μορίων νερού συμπεριφέρεται σαν λίμνη; Πότε και πώς το κβαντικό τείνει να γίνει νευτώνειο; Πόσο μεγάλο μπορεί να είναι το άθροισμα που διέπεται από κβαντικούς νόμους; (Ξέρουμε ότι τα μπάκιμπολ —μόρια αποτελούμενα από εξήντα άτομα άνθρακα— συμπεριφέρονται με κβαντικό τρόπο.) Οι συνθήκες της διαδικασίας της ανάδυσης μπορεί κάποτε να περιγραφούν λεπτομερέστερα. Η ακριβής χαρτογράφηση αυτού του ενδιάμεσου βασίλειου θα είναι το θαύμα θαυμάτων της μελλοντικής επιστήμης. (Αλλά μπορεί να μην υπάρχει ενδιάμεσο βασίλειο, η συνάθροιση καθαυτή μπορεί να αποτελεί τον μοναδικό όρο ενός αιφνίδιου άλματος. Ωστόσο, προσωπικά θα προτιμούσα τη δυνατότητα μιας μετάβασης. Δίνει πληρέστερο νόημα στην ιστορία, δένει την ιστορία. Και η διαβεβαίωση των συγγραφέων ότι οι πειραματικοί φυσικοί έχουν παρατηρήσει κβαντικά φαινόμενα και σε «σωματίδια» ολοένα αυξανόμενου μεγέθους και ότι οι επιστήμονες ελπίζουν κάποτε να επαναλάβουν τα πειράματα με ιούς, οι οποίοι δεν συνιστούν απλώς πολύ μεγαλύτερες οντότητες, αλλά και θεωρούνται από κάποιους ζωντανά πλάσματα, μου εξάπτει ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον.)
(συνεχίζεται)
Το 13ο τεύχος της Athens Review of Books είναι αφιερωμένο στον Στίβεν Χόκινγκ, η επιστημονική τόλμη και μεγαλοφυΐα του οποίου σε συνδυασμό με το ψυχικό μεγαλείο του τον κατέστησαν όχι μόνο τον μεγαλύτερο εν ζωή θετικό επιστήμονα αλλά και σύμβολο των υψηλότερων κατακτήσεων της ανθρώπινης διάνοιας. Αφορμή είναι η έκδοση στα ελληνικά του βιβλίου «Το Μεγάλο Σχέδιο», έργο που απευθύνεται στο ευρύ κοινό. Η πρωτοτυπία του review που δημοσιεύεται είναι ότι δεν είναι γραμμένο από κάποιον ειδικό επιστήμονα (πυρηνικής φυσικής, αστροφυσικής, κοσμολογίας, ελληνορθόδοξο μητροπολίτη κ.λπ.), αλλά από τον κριτικό λογοτεχνίας Άρη Μπερλή, με τις εντυπώσεις του από τα άδυτα της κβαντικής φυσικής να συνοψίζονται στο Σολωμικό: «Και ξανοίγονται μπρος μου αναπάντεχα μέρη αλλουνού κόσμου». [...]
Πήρα από τον συγγραφέα την άδεια για την αναδημοσίευση της παρακάτω παρουσίασης, αφού, δυστυχώς, η ύλη του καλού περιοδικού δεν υπάρχει στο διαδίκτυο (κάτι που θα ήθελα να σχολιάσω σε χωριστό νήμα σε πρώτη ευκαιρία).
ΑΡΗΣ ΜΠΕΡΛΗΣ
«Και ξανοίγονται μπρος μου αναπάντεχα μέρη αλλουνού κόσμου»
Στα άδυτα της κβαντικής φυσικής
Stephen Hawking & Leonard Mlodinow: Το Μεγάλο Σχέδιο. Εκδόσεις Κάτοπτρο, 2010
«Και ξανοίγονται μπρος μου αναπάντεχα μέρη αλλουνού κόσμου»
Στα άδυτα της κβαντικής φυσικής
Stephen Hawking & Leonard Mlodinow: Το Μεγάλο Σχέδιο. Εκδόσεις Κάτοπτρο, 2010
Να δηλώσω εξαρχής ότι δεν είμαι φυσικός και κατά συνέπεια δεν είμαι σε θέση να έχω επιστημονική άποψη για το βιβλίο των Hawking-Mlodinow.{1} Υποθέτω ότι υπάρχει ή μπορεί να υπάρξει αντίλογος από εκπροσώπους της επιστημονικής κοινότητας ως προς τις απόψεις που διατυπώνονται στο Μεγάλο Σχέδιο. Μολονότι θα με ενδιέφερε να μάθω τις αντιδράσεις των συναδέλφων τους, δεν θα μπορούσα να συμμετάσχω σε αυτή τη συζήτηση (και όσο πιο τεχνική θα γινόταν, τόσο λιγότερο θα μπορούσα να την παρακολουθήσω). Αλλά αν δεν είμαι αρμόδιος να μιλήσω για την επιστημονική πλευρά του θέματος, δεν είμαι αναρμόδιος να καταθέσω τις αντιδράσεις μου ως κοινός αναγνώστης. Το Μεγάλο σχέδιο {2} δεν απευθύνεται σε ειδικούς• όπως και η Σύντομη ιστορία του χρόνου, απευθύνεται σε ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό και ο στόχος του δεν είναι απλώς μορφωτικός, είναι ριζικά παιδευτικός. Οι συγγραφείς του είναι στρατευμένοι στην υπόθεση της επιστήμης, συγκεκριμένα της σύγχρονης φυσικής, και δεν κρύβουν την ακράδαντη πεποίθησή τους ότι τα έσχατα ερωτήματα «της Ζωής, του Σύμπαντος και των Πάντων» —ερωτήματα όπως «Γιατί υπάρχει κάτι αντί για το τίποτα;» «Γιατί υπάρχουμε εμείς;» «Γιατί αυτό το σύνολο φυσικών νόμων και όχι κάποιο άλλο;» «Ποια είναι η φύση της πραγματικότητας;» «Χρειαζόταν το Σύμπαν κάποιο δημιουργό;»— μπορούν να απαντηθούν μόνο από την επιστήμη. Η πεποίθηση αυτή εκφράζεται ήδη στην πρώτη σελίδα, όταν δηλούται κατηγορηματικά ότι «η φιλοσοφία έχει πεθάνει, καθώς δεν συμβάδισε με τις σύγχρονες εξελίξεις στην επιστήμη, ιδιαίτερα στον χώρο της φυσικής» και «στον αέναο αγώνα μας για γνώση, τη δάδα της ανακάλυψης βαστούν πλέον οι επιστήμονες». Αυτή η σαρωτική ετυμηγορία όμως αυτοαναιρείται και αυτοδιαψεύδεται. Καθώς σωστά παρατήρησε ο πάλαι ποτέ συνεργάτης του Hawking αστροφυσικός George Ellis, «κάθε άποψη στο βάθος είναι φιλοσοφική. Γιατί αξίζει να κάνουμε επιστήμη; Η απάντηση είναι φιλοσοφική. Η ίδια η επιστήμη δεν μπορεί να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα από μόνη της.»{3} Θα πρόσθετα ότι η ίδια η πεποίθηση ότι μόνο η επιστήμη μπορεί να απαντήσει σε αυτά τα θεμελιώδη ερωτήματα («Γιατί υπάρχει κάτι αντί για το τίποτα;» κ.λπ.) και η διάθεση να απαντηθούν με την επιστράτευση της επιστημονικής γνώσης είναι καθαρά φιλοσοφικού χαρακτήρα. Οι Hawking-Mlodinow ανεπίγνωστα φιλοσοφούν – και εδώ δεν υπάρχει καμία ένσταση.
Πέρα από αυτό το φάλτσο, το Μεγάλο σχέδιο είναι για τον layman, τον μη ειδικό αλλά επαρκή και φιλομαθή αναγνώστη, ένα συναρπαστικό βιβλίο (όπως και πολλά άλλα καλογραμμένα βιβλία εκλαϊκευμένης επιστήμης, είτε αφορούν στη φυσική είτε στη βιολογία είτε στη φυσιολογία του εγκεφάλου). Ο αναγνώστης που δεν γνωρίζει τίποτα ή σχεδόν τίποτα από τις σύγχρονες θεωρίες της φυσικής, θα εκπλαγεί, θα απορήσει ευχάριστα και θα νιώσει (παραφράζοντας τον Σολωμό) «να ξανοίγονται ομπρός του αναπάντεχα μέρη αλλουνού κόσμου». Αυτή η αίσθηση της αποκάλυψης θα μπορούσε να συγκριθεί με αυτό που δοκιμάζει ένα παιδί διαβάζοντας για πρώτη φορά ένα γοητευτικό παραμύθι και συνεπαίρνεται ή ένας έφηβος που ακούει για πρώτη φορά Μπαχ και μένει άφωνος. Κι ακόμη μια ξαφνική αίσθηση ότι, κατά την έκφραση του ποιητή, «μυριάδες δυνατότητες φρικιούν γύρω μας κι ούτε που καθόλου εγγίζουμε οι ηλίθιοι»{4}. Ο αναγνώστης του Μεγάλου σχεδίου δεν θα τα καταλάβει όλα, αλλά είναι βέβαιο ότι (υπό την προϋπόθεση πως είναι επαρκής και αξιοποιεί τις νοητικές του δυνάμεις, πρωτίστως τη φαντασία του) θα συλλάβει το νόημα της ιστορίας — γιατί αφήγηση τελικά διαβάζει ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, αφήγηση ιστοριών που συμποσούνται και καταλήγουν σε ένα καθοριστικό συμπέρασμα: ότι η πραγματικότητα που συνάγουμε από την καθημερινή μας εμπειρία δεν είναι η μόνη υπαρκτή• υπάρχουν και άλλες πραγματικότητες που μπορούν να φαίνονται εκ πρώτης όψεως απίθανες, παράλογες ή μυθώδεις, αλλά παρ’ όλα αυτά, μοιάζουν απολύτως εύλογες, όχι μόνο διότι στηρίζονται σε επιστημονικά δεδομένα αλλά και διότι έχουν την πειστικότητα της δημιουργικής φαντασίας. Ο Μπλέηκ έλεγε πως καθετί που μπορεί να γίνει πιστευτό είναι μια εικόνα της αλήθειας.
Αλλά ας αφήσουμε προς το παρόν τους ποιητές και την ποίηση (μολονότι οι δεσμοί μεταξύ φυσικής και λογοτεχνίας είναι πολλοί — δύναμη φαντασίας, δημιουργική ερμηνεία φαινομένων, ακρίβεια, συστηματική προσφυγή σε μεταφορές, σύλληψη πολλαπλών κόσμων και εναλλακτικών όψεων της πραγματικότητας{5}) και ας συγκεντρωθούμε στο περιεχόμενο του βιβλίου. Έχοντας επίγνωση του κινδύνου να διολισθήσει τούτο το κείμενο σε εκλαΐκευση της εκλαΐκευσης, θα χρησιμοποιήσω κατά το δυνατόν τα ίδια τα λόγια των συγγραφέων, είτε αυτολεξεί είτε ενσωματώνοντάς τα στον λόγο μου.
Η ιστορία αρχίζει με τη μεγάλη επανάσταση που συνέβη στη φυσική επιστήμη στις αρχές του εικοστού αιώνα (1900-1930), και την εμφάνιση δύο θεωριών, της θεωρίας της σχετικότητας και της κβαντικής θεωρίας. Οι θεωρίες αυτές έφεραν τα πάνω κάτω στον τρόπο που συλλαμβάνουμε και ερμηνεύουμε τον κόσμο και τα φυσικά φαινόμενα και μπορούν να παραβληθούν με τη μεγάλη επανάσταση του μοντερνισμού στη λογοτεχνία και τις καλές τέχνες που συνέβη στις ίδιες ακριβώς δεκαετίες. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε ριζική ανατροπή εθισμών αιώνων ή και χιλιετιών. Ακόμη περισσότερο, οι νέες ανακαλύψεις στη φυσική ήρθαν σε ευθεία αντίθεση με τον κοινό νου, τις αισθήσεις και την εμπειρία μας (όπως αντίστοιχα τα έργα της Βιρτζίνια Γουλφ και του Τζέημς Τζόυς απαίτησαν την εκρίζωση παγιωμένων αναγνωστικών συνηθειών). Πώς μπορεί να συλλάβει ο νους ότι ο χωρόχρονος (έννοια που καθεαυτή, ως μία οντότητα, δεν είναι εύκολο να κατανοηθεί) καμπυλώνεται από την επενέργεια της ύλης; Ότι η βαρύτητα καμπυλώνει και επιβραδύνει τον χρόνο; Η κβαντική φυσική αποκάλυψε ακόμη πιο απίθανα, «τρελά» πράγματα• ήταν σαν ο κόσμος Πίσω από τον καθρέφτη της Αλίκης να απέκτησε ξαφνικά υπόσταση πραγματική όχι πλασματική. Ήδη στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου τους οι Hawking-Mlodinow σκιαγραφούν εύληπτα αυτές τις μεγάλες ανακαλύψεις:
«Σύμφωνα με τον παραδοσιακό τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το Σύμπαν, κάθε αντικείμενο διαγράφει καλώς ορισμένες τροχιές και διαθέτει μια συγκεκριμένη ιστορία. Μπορούμε να προσδιορίζουμε την ακριβή του θέση ανά πάσα στιγμή. Παρότι η εν λόγω περιγραφή αποδείχτηκε αρκετά επιτυχής στο πλαίσιο της καθημερινότητάς μας, τη δεκαετία του 1920 ανακαλύψαμε ότι αυτή η «κλασική» εικόνα δεν επαρκεί για την εξήγηση της ομολογουμένως αλλόκοτης συμπεριφοράς που παρατηρούνταν στις ατομικές και υποατομικές κλίμακες της ύπαρξης. Είχε έρθει λοιπόν η ώρα να υιοθετήσουμε ένα διαφορετικό πλαίσιο, αυτό της κβαντικής φυσικής. [] Η κβαντική φυσική και η παραδοσιακή φυσική βασίζονται σε πολύ διαφορετικές αντιλήψεις περί φυσικής πραγματικότητας. Οι κβαντικές θεωρίες μπορούν να διατυπωθούν με πολλούς και ποικίλους τρόπους, ίσως όμως η πιο διαισθητικά προσιτή περιγραφή τους να δόθηκε από τον Dick Feynman. [] Σύμφωνα με τον Feynman, λοιπόν, ένα φυσικό σύστημα δεν χαρακτηρίζεται απλώς από μία ιστορία, αλλά από κάθε δυνατή ιστορία. Στην πορεία της αναζήτησής μας, θα εξηγήσουμε λεπτομερώς την προσέγγιση του Feynman και, με όχημα αυτήν, θα διερευνήσουμε την ιδέα ότι το ίδιο το Σύμπαν δεν έχει μία μοναδική ιστορία, ούτε καν μια ανεξάρτητη ύπαρξη. Μια τέτοια ιδέα φαντάζει ριζοσπαστική, ακόμη και για πολλούς φυσικούς. Πράγματι, όπως και τόσες ακόμη αντιλήψεις από την επιστήμη της εποχής μας, μοιάζει να παραβιάζει την κοινή λογική.[] Θα αναφερθούμε και στον τρόπο με τον οποίο η θεωρία Μ [ένα δίκτυο επιμέρους θεωριών που συνιστούν μια τελική θεωρία των Πάντων] μπορεί να φωτίσει το ερώτημα της δημιουργίας του Σύμπαντος. Σύμφωνα με τη θεωρία Μ, μια πληθώρα από σύμπαντα δημιουργήθηκαν από το τίποτα. Η δημιουργία τους δεν προϋποθέτει την παρέμβαση μιας υπερφυσικής οντότητας, ενός θεού.»
Ας συγκρατήσουμε τις πολλαπλώς σημαίνουσες και πρωτοφανείς προτάσεις
- «ένα φυσικό σύστημα δεν χαρακτηρίζεται απλώς από μία ιστορία, αλλά από κάθε δυνατή ιστορία»
- «το ίδιο το Σύμπαν δεν έχει μία μοναδική ιστορία, ούτε καν μια ανεξάρτητη ύπαρξη»
- «μια πληθώρα από σύμπαντα δημιουργήθηκαν από το τίποτα• η δημιουργία τους δεν προϋποθέτει την παρέμβαση μιας υπερφυσικής οντότητας, ενός θεού».
Σταδιακά ξετυλίγεται η απίθανη ιστορία της κβαντικής φυσικής, συχνά με χιούμορ αλλά πειστικά, αποκαλυπτικά, από έκπληξη σε έκπληξη. Την επιτροχάδην πραγμάτευση στο δεύτερο κεφάλαιο της σημασίας και της κυριαρχίας των φυσικών νόμων (αιτιοκρατία του Λαπλάς) ακολουθεί η διερεύνηση της φύσης της πραγματικότητας και κατά πόσο η «αντικειμενική πραγματικότητα» πιστοποιείται από τις παρατηρήσεις μας και τις μετρήσεις μας. Οι συγγραφείς υιοθετούν την ιδέα του «ρεαλισμού κατά το μοντέλο» - δηλαδή ότι μια φυσική θεωρία δεν είναι παρά ένα μοντέλο (μαθηματικού χαρακτήρα, γενικά) και ένα σύνολο κανόνων που συνδέουν τα στοιχεία του μοντέλου με τις παρατηρήσεις. Σύμφωνα με τον «ρεαλισμό κατά το μοντέλο», δεν έχει νόημα να αναρωτιόμαστε κατά πόσον ένα μοντέλο είναι αληθινό, αλλά μόνο κατά πόσον συμφωνεί με τις παρατηρήσεις μας. Αν δύο μοντέλα συμφωνούν εξίσου με την παρατήρηση, τότε κανείς δεν μπορεί να πει ότι το ένα μοντέλο είναι περισσότερο αληθινό από το άλλο. Αυτή η ιδέα ενός ρεαλισμού που δεν είναι απόλυτος σύμφωνα με την τυπική έννοια της λέξης αλλά «κατά το μοντέλο» που εμείς κατασκευάζουμε, έχει μεγάλη σημασία στη μελέτη, στην αναγνώριση και στην παραδοχή ως «πραγματικών» όσων συμβαίνουν σε ατομικό και υπο-ατομικό επίπεδο. Τα ηλεκτρόνια δεν μπορούμε να τα δούμε με τα μάτια μας ή με μικροσκόπιο (δεν είναι καν «πράγματα» με την τρέχουσα έννοια της λέξης που βασίζεται στην καθημερινή παρατήρηση και εμπειρία)• συνάγουμε όμως την ύπαρξή τους από τα αποτελέσματα της συμπεριφοράς και της δράσης τους και αυτή η «ύπαρξή» τους δεν είναι λιγότερο πραγματική από εκείνη που πιστοποιεί το μάτι μας. Το ίδιο και τα κουάρκ αποτελούν ένα μοντέλο που εξηγεί ικανοποιητικά τις ιδιότητες και τη συμπεριφορά των νουκλεονίων των ατόμων. Το φως συμπεριφέρεται τόσο ως σωματίδιο όσο και ως κύμα. Και τα δύο μοντέλα είναι εξίσου αξιόπιστα. Και επειδή η ανθρώπινη απλή γλώσσα δεν μπορεί να περιγράψει αυτά που συμβαίνουν στην υπο-ατομική και στη συμπαντική κλίμακα, προσφεύγουμε στη γλώσσα των μαθηματικών ή σε αναλογίες (συχνά προσφυείς, με τον τρόπο της λογοτεχνίας). Για να χρησιμοποιήσουμε και εμείς μια αναλογία: Ο κόσμος είναι ένα μεγάλο, πυκνό, πλούσιο, πολύσημο κείμενο. Η «πραγματικότητά» του είναι όπως η πραγματικότητα ή αλήθεια ενός κειμένου (της Αντιγόνης, του Άμλετ, της Δίκης, του Βασιλιά της Ασίνης ή των Νέων της Σιδώνος), είναι το σύνολο των διαφορετικών και ισοδυνάμως έγκυρων ερμηνειών του, οι οποίες αλληλοεπικαλύπτονται. Υπάρχει και στη λογοτεχνία μια Θεωρία Μ.
Προχωρώντας στην ανάγνωση του Μεγάλου σχεδίου, βήμα το βήμα οι εκπλήξεις διαδέχονται η μία την άλλη. Ταυτόχρονα, γίνεται αντιληπτό (και έχει μεγάλη σημασία) το ότι οι αλλόκοτοι νόμοι που κυβερνούν τον μικροσκοπικό και απρόσιτο στις αισθήσεις μας κόσμο των ατόμων, δεν θίγουν την ισχύ των φυσικών νόμων του δικού μας μακροσκοπικού κόσμου. Η κβαντική φυσική δεν καταργεί τον Νεύτωνα. Οι σχετικές σελίδες του βιβλίου είναι σαφείς (και καθησυχαστικές):
«Όσο παράξενο και αν ηχεί, υπάρχουν πλήθος περιστάσεων στην επιστήμη όπου μια μεγάλη συνάθροιση δείχνει να συμπεριφέρεται κατά τρόπο διαφορετικό από τα επιμέρους συστατικά μέρη της. Οι αποκρίσεις ενός και μόνο νευρώνα ελάχιστα πράγματα προμηνύουν για τις αντίστοιχες του ανθρώπινου εγκεφάλου• ούτε η γνώση της κατάστασης ενός μορίου νερού μπορεί να μας πει πολλά σχετικά με τη συμπεριφορά μιας λίμνης. Στην περίπτωση της κβαντικής φυσικής, οι φυσικοί ακόμη προσπαθούν να κατανοήσουν τις λεπτομέρειες σχετικά με την ανάδυση των νευτώνειων νόμων από το κβαντικό βασίλειο. Αυτό το οποίο γνωρίζουμε είναι ότι τα συστατικά μέρη όλων των αντικειμένων υπακούουν στους νόμους της κβαντικής φυσικής, ενώ οι νευτώνειοι νόμοι αποτελούν μια καλή προσέγγιση για την περιγραφή του τρόπου συμπεριφοράς των μακροσκοπικών αντικειμένων που απαρτίζονται από τα κβαντικά αυτά συστατικά. Οι προβλέψεις της νευτώνειας θεωρίας, λοιπόν, ταιριάζουν με την άποψη της πραγματικότητας που αναπτύσσουμε όλοι μας από την εμπειρία του κόσμου γύρω μας. Τα μεμονωμένα άτομα και μόρια, όμως, λειτουργούν κατά έναν τρόπο βαθύτατα διαφορετικό από εκείνον της καθημερινής μας εμπειρίας. Η κβαντική φυσική αποτελεί ένα νέο μοντέλο της πραγματικότητας και μας προσφέρει μια νέα εικόνα του Σύμπαντός μας. Πρόκειται για μια εικόνα στην οποία πολλές έννοιες, θεμελιώδεις για τη διαισθητική κατανόηση της πραγματικότητας, παύουν πλέον να έχουν νόημα.
Φαντάζομαι ότι στη φράση «οι φυσικοί ακόμη προσπαθούν να κατανοήσουν τις λεπτομέρειες σχετικά με την ανάδυση των νευτώνειων νόμων από το κβαντικό βασίλειο» κρύβεται ίσως ένα μελλοντικό θαύμα της επιστήμης, η δυνατότητα να μάθουμε κάποτε το σημείο ή μάλλον το άθροισμα όπου το «τρελό» γίνεται «λογικό», όπου οι πιθανολογικές κβαντικές πραγματικότητες αρχίζουν να μεταλλάσσονται για να γίνουν τελικά η δική μας γνώριμη, ενιαία και βέβαιη πραγματικότητα του φυσικού μας κόσμου. Η ίδια η λέξη ανάδυση με κάνει να υποθέσω (μπορεί να κάνω και λάθος) ότι ενδεχομένως θα ανακαλύψουμε κάποτε την ύπαρξη ενός «μεταβατικού» σταδίου, μιας βαθμιαίας τιθάσευσης των απείθαρχων κβαντικών στοιχείων, μιας μετάβασης ανάλογης με τη μετάβαση στην ιστορία της εξέλιξης από το ανόργανο στο ενόργανο ή της ανάβασης των φθόγγων μέσω των συνδυασμών τους στο επίπεδο της πραγματικής γλώσσας - της λέξης, της φράσης, του ποιήματος, του μυθιστορήματος. Μπορεί οι αναλογίες μου να είναι ατυχείς, μπορεί να μην υπάρχει μεταβατικό στάδιο, μπορεί όλα να τελούνται ταυτοχρόνως, αλλά οδηγούμαι σε αυτές από αντίστοιχες αναλογίες που χρησιμοποιούν οι συγγραφείς. Πότε ή μάλλον πώς η συνάθροιση μορίων νερού συμπεριφέρεται σαν λίμνη; Πότε και πώς το κβαντικό τείνει να γίνει νευτώνειο; Πόσο μεγάλο μπορεί να είναι το άθροισμα που διέπεται από κβαντικούς νόμους; (Ξέρουμε ότι τα μπάκιμπολ —μόρια αποτελούμενα από εξήντα άτομα άνθρακα— συμπεριφέρονται με κβαντικό τρόπο.) Οι συνθήκες της διαδικασίας της ανάδυσης μπορεί κάποτε να περιγραφούν λεπτομερέστερα. Η ακριβής χαρτογράφηση αυτού του ενδιάμεσου βασίλειου θα είναι το θαύμα θαυμάτων της μελλοντικής επιστήμης. (Αλλά μπορεί να μην υπάρχει ενδιάμεσο βασίλειο, η συνάθροιση καθαυτή μπορεί να αποτελεί τον μοναδικό όρο ενός αιφνίδιου άλματος. Ωστόσο, προσωπικά θα προτιμούσα τη δυνατότητα μιας μετάβασης. Δίνει πληρέστερο νόημα στην ιστορία, δένει την ιστορία. Και η διαβεβαίωση των συγγραφέων ότι οι πειραματικοί φυσικοί έχουν παρατηρήσει κβαντικά φαινόμενα και σε «σωματίδια» ολοένα αυξανόμενου μεγέθους και ότι οι επιστήμονες ελπίζουν κάποτε να επαναλάβουν τα πειράματα με ιούς, οι οποίοι δεν συνιστούν απλώς πολύ μεγαλύτερες οντότητες, αλλά και θεωρούνται από κάποιους ζωντανά πλάσματα, μου εξάπτει ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον.)
(συνεχίζεται)