Περίεργο, αλλά ο όρος gridlock (που ξεκινάει από τη μελέτη συγκοινωνιακών θεμάτων) δεν υπάρχει (ή δεν τον βρήκα...) ούτε στη Magenta, ούτε στο GWord.
Κυκλοφοριακό αδιέξοδο, κυκλοφοριακή σύμφόρηση, πήξιμο, κάτι άλλο;
Από εκεί και πέρα, ο όρος χρησιμοποιείται και στα οικονομικά, και στην καθημερινότητα. Ένας ορισμός και μερικά συνώνυμα από το thesaurus.com:
gridlock (noun): traffic jam. Synonyms: barrier, blockage, bottleneck, clog, congestion, impasse, logjam, obstacle, stoppage