metafrasi banner

gridlock

drsiebenmal

HandyMod
Staff member


Περίεργο, αλλά ο όρος gridlock (που ξεκινάει από τη μελέτη συγκοινωνιακών θεμάτων) δεν υπάρχει (ή δεν τον βρήκα...) ούτε στη Magenta, ούτε στο GWord.

Κυκλοφοριακό αδιέξοδο, κυκλοφοριακή σύμφόρηση, πήξιμο, κάτι άλλο;

Από εκεί και πέρα, ο όρος χρησιμοποιείται και στα οικονομικά, και στην καθημερινότητα. Ένας ορισμός και μερικά συνώνυμα από το thesaurus.com:

gridlock (noun): traffic jam. Synonyms: barrier, blockage, bottleneck, clog, congestion, impasse, logjam, obstacle, stoppage
 
Κανονικά gridlock είναι αυτό που δείχνει η φωτογραφία, δηλ. δυσκολοξεπέραστο πήξιμο γιατί για να κουνηθεί ο Α πρέπει να προχωρήσει ο Β, για να προχωρήσει ο Β πρέπει να κουνηθεί ο Γ, για να κουνηθεί ο Γ πρέπει να προχωρήσει ο Δ, ο οποίος όμως εμποδίζεται από... τον Α.

Επειδή όμως ο όρος χρησιμοποιείται και πιο χαλαρά, θαρρώ "συμφόρηση" είναι καλό.
 
Επαυξάνω τα του sarant... Κυριολεκτικά, είναι αυτό που δείχνει η φωτό: Πήξιμο σε διασταύρωση συγκοινωνιακών ροών, τόσο που είναι απίστευτα δύσκολο να ξεκολλήσουν τα οχήματα... Χαρακτηριστικό στη Νέα Υόρκη... Χρησιμοποιείται όμως και λιγότερο αυστηρά, οπότε έχεις εύρος επιλογών... Το συμφόρηση που αναφέρθηκε είναι επαρκέστατο, ανάλογα με το ύφος του κειμένου μπορείς να χρησιμοποιήσεις και άλλες επιλογές...
 

nickel

Administrator
Staff member
Καλημέρα. Και ακινητοποίηση ~~~ (για γενικότερη χρήση), φρακάρισμα. Κυκλοφοριακό έμφραγμα (πολύ δημοσιογραφικό).

Αλλά πώς να το έχουν τα παλιά λεξικά; Το 1980 λανσαρίστηκε έξω. Στο OED:

Apparently coined by two U.S. transport engineers, Roy Cottam and Sam Schwartz (‘Gridlock Sam’), working for the New York Traffic Department. The term was popularized during a strike by city transit workers in early 1980: ‘One day, Roy spoke of his fears if we closed the streets in the Theater District, the grid system would “lock-up” and all traffic would grind to a halt. Soon we simply juxtaposed the word, and the term gridlock was born.’ (Sam Schwartz, 2001).]

A.1 A state of severe road congestion arising when continuous queues of vehicles block an entire network of intersecting streets, bringing traffic in all directions to a complete standstill; a traffic jam of this kind.
b. In extended use: the breakdown, stoppage, or seizure of a process, system, etc., esp. as a result of overloading or overwork. Also: an instance of this.
2. fig. A situation (freq. a political one) in which it is impossible to make any progress; an impasse, stalemate, or deadlock.
 
Top