Και αντίστροφα:
δοτικός = inclined to give, giving freely (LSJ)
Και μην πείτε «Σιγά τη γλαύκα», γιατί το έχει το Μείζον («αυτός που έχει την τάση, τη διάθεση να παρέχει, παραχωρητικός»), αλλά δεν το έχουν τα άλλα λεξικά — μόνο τα λεξικά που έχουν και αρχαία, και το ΠαπΛεξ το καταχώνιασε στο λήμμα δοτική («(αρχ.) (επίθ.) αυτός που δίνει εύκολα, που έχει την τάση να προσφέρει»). Να τους πούμε την είδηση ότι έχει πάψει να θεωρείται αρχαίο.
δοτικός = inclined to give, giving freely (LSJ)
Και μην πείτε «Σιγά τη γλαύκα», γιατί το έχει το Μείζον («αυτός που έχει την τάση, τη διάθεση να παρέχει, παραχωρητικός»), αλλά δεν το έχουν τα άλλα λεξικά — μόνο τα λεξικά που έχουν και αρχαία, και το ΠαπΛεξ το καταχώνιασε στο λήμμα δοτική («(αρχ.) (επίθ.) αυτός που δίνει εύκολα, που έχει την τάση να προσφέρει»). Να τους πούμε την είδηση ότι έχει πάψει να θεωρείται αρχαίο.