Τσα! Τι κάνετε; :)
Λοιπόν, θα ήθελα τα φώτα σας. Έχω να αποδώσω αυτόν τον όρο σε ένα νομικό κείμενο και πρέπει οπωσδήποτε να χρησιμοποιήσω έναν όρο που δεν θα δημιουργεί σύγχυση με το sex, οπότε δεν μπορώ να γράψω σκέτο «φύλο».
Καταρχάς, αν θέλετε να διαβάσετε περισσότερα για το θέμα και να πάρετε μια ιδέα, ας πούμε, για το συγκείμενο, βάζω τον σχετικό ορισμό του ΠΟΥ:
Gender refers to the characteristics of women, men, girls and boys that are socially constructed. This includes norms, behaviours and roles associated with being a woman, man, girl or boy, as well as relationships with each other. As a social construct, gender varies from society to society and can change over time. [...]
Gender and Health (WHO)
Και σχετικούς ορισμούς του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για την Ισότητα των Φύλων:
Social attributes and opportunities associated with being female and male and to the relationships between women and men and girls and boys, as well as to the relations between women and those between men.
gender | European Institute for Gender Equality (europa.eu)
Biological and physiological characteristics that define humans as female or male.
sex | European Institute for Gender Equality (europa.eu)
Με αφορμή σχετική έρευνα, θυμήθκα αμυδρά ότι στα ελληνικά για το πρώτο λέμε και «γένος»:
{κοινωνιολ.}
Το σύνολο των ψυχολογικών, συμπεριφορικών και κοινωνικών χαρακτηριστικών που τυπικά (βάσει των κοινωνικών συμβάσεων) συνδέονται με το φύλο· το κοινωνικό φύλο, η διάκριση των ανδρών και των γυναικών στο ανδρικό και το γυναικείο φύλο αντίστοιχα
ΜΗΛΝΕΓ
Περιέργως, δεν έχει ακριβώς αυτόν τον ορισμό το Λεξικό της Ακαδημίας, που γράφει απλώς σπαν. το φύλο, χωρίς να λέει ρητά ότι μιλάμε για κοινωνικό φύλο. Το ίδιο και το ΛΚΝ, που γράφει διάκριση ανδρών και γυναικών: Aρσενικό / θηλυκό ~.
Να σημειώσω εδώ ότι αντίστοιχη μονολεκτική διάκριση υπάρχει σε πολλές γλώσσες εκτός των αγγλικών, π.χ. genre, género, Gender, genere κ.λπ.
Στο πρόβλημά μου τώρα. Το EIGE που έβαλα παραπάνω αποδίδει τους όρους ως κοινωνικό/βιολογικό φύλο αντίστοιχα. Αυτό από τη μία με εξυπηρετεί, καθώς μπορώ να χρησιμοποιήσω παράγωγα με το έμφυλ* σε όρους που έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί και στους οποίους το gender παίζει τον ρόλο του επιθέτου. Από την άλλη, δεν με εξυπηρετεί, καθώς θα ήταν πολύ πιο εύκολο να έχω κάτι μονολεκτικό αντι να επαναλαμβάνω τη δίλεκτη σύναψη σε ολόκληρο το κείμενο. Έχω την εντύπωση, δε, ότι αν και το «γένος» είχε χρησιμοποιηθεί αρκετά όταν πρωτοεισήχθη η διαφορά στην κοινωνιολογία και στη συνέχεια σε άλλες επιστήμες, έχει χάσει έδαφος από τον όρο «κοινωνικό φύλο», που μάλλον έχει επικρατήσει.
Μήπως γνωρίζει κάποιος το αντικείμενο καλύτερα από μένα να μου δώσει τα φώτα του;
Ευχαριστώ εκ των προτέρων :)
Λοιπόν, θα ήθελα τα φώτα σας. Έχω να αποδώσω αυτόν τον όρο σε ένα νομικό κείμενο και πρέπει οπωσδήποτε να χρησιμοποιήσω έναν όρο που δεν θα δημιουργεί σύγχυση με το sex, οπότε δεν μπορώ να γράψω σκέτο «φύλο».
Καταρχάς, αν θέλετε να διαβάσετε περισσότερα για το θέμα και να πάρετε μια ιδέα, ας πούμε, για το συγκείμενο, βάζω τον σχετικό ορισμό του ΠΟΥ:
Gender refers to the characteristics of women, men, girls and boys that are socially constructed. This includes norms, behaviours and roles associated with being a woman, man, girl or boy, as well as relationships with each other. As a social construct, gender varies from society to society and can change over time. [...]
Gender and Health (WHO)
Και σχετικούς ορισμούς του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για την Ισότητα των Φύλων:
Social attributes and opportunities associated with being female and male and to the relationships between women and men and girls and boys, as well as to the relations between women and those between men.
gender | European Institute for Gender Equality (europa.eu)
Biological and physiological characteristics that define humans as female or male.
sex | European Institute for Gender Equality (europa.eu)
Με αφορμή σχετική έρευνα, θυμήθκα αμυδρά ότι στα ελληνικά για το πρώτο λέμε και «γένος»:
{κοινωνιολ.}
Το σύνολο των ψυχολογικών, συμπεριφορικών και κοινωνικών χαρακτηριστικών που τυπικά (βάσει των κοινωνικών συμβάσεων) συνδέονται με το φύλο· το κοινωνικό φύλο, η διάκριση των ανδρών και των γυναικών στο ανδρικό και το γυναικείο φύλο αντίστοιχα
ΜΗΛΝΕΓ
Περιέργως, δεν έχει ακριβώς αυτόν τον ορισμό το Λεξικό της Ακαδημίας, που γράφει απλώς σπαν. το φύλο, χωρίς να λέει ρητά ότι μιλάμε για κοινωνικό φύλο. Το ίδιο και το ΛΚΝ, που γράφει διάκριση ανδρών και γυναικών: Aρσενικό / θηλυκό ~.
Να σημειώσω εδώ ότι αντίστοιχη μονολεκτική διάκριση υπάρχει σε πολλές γλώσσες εκτός των αγγλικών, π.χ. genre, género, Gender, genere κ.λπ.
Στο πρόβλημά μου τώρα. Το EIGE που έβαλα παραπάνω αποδίδει τους όρους ως κοινωνικό/βιολογικό φύλο αντίστοιχα. Αυτό από τη μία με εξυπηρετεί, καθώς μπορώ να χρησιμοποιήσω παράγωγα με το έμφυλ* σε όρους που έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί και στους οποίους το gender παίζει τον ρόλο του επιθέτου. Από την άλλη, δεν με εξυπηρετεί, καθώς θα ήταν πολύ πιο εύκολο να έχω κάτι μονολεκτικό αντι να επαναλαμβάνω τη δίλεκτη σύναψη σε ολόκληρο το κείμενο. Έχω την εντύπωση, δε, ότι αν και το «γένος» είχε χρησιμοποιηθεί αρκετά όταν πρωτοεισήχθη η διαφορά στην κοινωνιολογία και στη συνέχεια σε άλλες επιστήμες, έχει χάσει έδαφος από τον όρο «κοινωνικό φύλο», που μάλλον έχει επικρατήσει.
Μήπως γνωρίζει κάποιος το αντικείμενο καλύτερα από μένα να μου δώσει τα φώτα του;
Ευχαριστώ εκ των προτέρων :)