metafrasi banner

front-loaded

pontios

Well-known member
Καλημέρα

Μήπως υπάρχει επίσημος και καθιερωμένος Ελληνικός όρος που αντιστοιχεί με το "front-loaded" ;

Front-load
v.tr.
To concentrate costs or benefits of (a financial obligation or deal) in an early period: They front-loaded their tax deductions.

v.intr.
To concentrate costs or benefits in an early period.
 

nickel

Administrator
Staff member
Βεβαίως. Εμπροσθοβαρής.

Π.χ.
λόγω εμπροσθοβαρούς σχήματος αποπληρωμής
μέσω μιας εμπροσθοβαρούς κατανομής των κονδυλίων
Εμπροσθοβαρής η εγγραφή των ζημιών
κ.λπ.
 

nickel

Administrator
Staff member
Που κουμπώνει μπροστά. In the past: που κούμπωνε μπροστά.
But if someone is undoing it: Που ξεκουμπώνει από μπροστά. In the past: που ξεκούμπωνε από μπροστά.

E.g. in a sentence saying “He undid her front-loader bra”, you would use “που ξεκούμπωνε από μπροστά”.

Επικύρωση από τις κυρίες, παρακαλώ;
 

SBE

¥
Οι κυρίες δε λένε τίποτα. Εντούτοις να τονίσουμε ότι ο αγγλικός όρος είναι αργκό, το επίσημο είναι front-fastening οπότε πιο πολύ κολλάει η πρόταση του Δαεμάνου
 
Top