παραπραξία
η· (ιατρ.) νευροψυχική διαταραχή που έχει ως σύμπτωμα τό να κάνει ο ασθενής άλλη πράξη από εκείνην που θέλει ή να μην αναγνωρίζει ένα αντικείμενο.
παραδρομή
η, ΝΜΑ· (νεοελλ.) απροσεξία, αβλεψία («λάθος εκ παραδρομής»)
Ωστόσο, επειδή είναι πολύ γνωστός ο αγγλικός όρος, πολλοί αναφέρονται και σε φροϋδικό ολίσθημα.
Και απλώς «Άλλο σκεφτόμουν και άλλο είπα» σε ένα διάλογο όπου όλα τα παραπάνω ανήκουν σε διαφορετική κουλτούρα.
η· (ιατρ.) νευροψυχική διαταραχή που έχει ως σύμπτωμα τό να κάνει ο ασθενής άλλη πράξη από εκείνην που θέλει ή να μην αναγνωρίζει ένα αντικείμενο.
παραδρομή
η, ΝΜΑ· (νεοελλ.) απροσεξία, αβλεψία («λάθος εκ παραδρομής»)
Ωστόσο, επειδή είναι πολύ γνωστός ο αγγλικός όρος, πολλοί αναφέρονται και σε φροϋδικό ολίσθημα.
Και απλώς «Άλλο σκεφτόμουν και άλλο είπα» σε ένα διάλογο όπου όλα τα παραπάνω ανήκουν σε διαφορετική κουλτούρα.