metafrasi banner

foul ground

nefeligidi

New member
Και πάλι καλησπέρα σας,

Είμαστε στο λιμάνι του Ντάργουιν και μαθαίνουμε πως μετά από μια φοβερή επίθεση το 1942, οι Ιάπωνες βύθισαν 22 πλοία στο λιμάνι αυτό. Τώρα ο παρουσιαστής και οι ειδικοί κάνουν μια κατάδυση για να μας τα δείξουν και μας λέει ο κύριος:

"This is ‘Foul ground’ - a marine term. A harbour of half submerged, war-torn hulls."

Το Foul ground είναι αυτό γενικά αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ μια καλή σύντομη απόδοση. Μήπως έχετε εσείς καμιά καλή ιδέα;

ΥΓ. Υπότιτλος είναι...:whistle:
 

nickel

Administrator
Staff member
επικίνδυνος βυθός, βυθός με εμπόδια (στο ΙΑΤΕ, για foul bottom και foul ground)
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Να βάλω εδώ και το σχετικό από το Ναυτικό Ονοματολόγιο του Παλάσκα (1884) -- όχι, δεν χρησιμοποιεί κάποιον εντυπωσιακό όρο:

bythos.JPG

Και σε μονοτονική απόδοση:

α. η άμμος
β. ο βόρβορος
π. ο πηλός
ψ. η ψήφος
φ. τα φύκια
κ. τα κογχύλια
χ. η χάλιξ
πετρ. η πέτρα
βυθός υπόπτερος
-» - υπόψηφος
- » - υπόπηλος
- » - φανερός
- » - αφανής
- » - ομαλός
- » - ανώμαλος
- » - ίσος
- » - επικλινής
- » - κρεμαστός
- » - τραχύς
- » - απόξυρος
- » - μαλακός
- » - στερεός
- » - επίβολος
- » - δυσεπίβολος


Σημειώνω ότι επίβολος σημαίνει βυθός πρόσφορος για αγκυροβολία. Υπόπτερος (φτερωτός) βυθός δεν είμαι βέβαιος τι σημαίνει. Ίσως το αντίθετο του στερεός.
 

nickel

Administrator
Staff member
Ξέχασα να πω ότι σε παλιότερα λεξικά έχουμε για το foul ground: δυσεπίβολος βυθός και βυθός ακατάλληλος για αγκυροβολία.
 

Earion

Moderator
Staff member
Ρίξε γράμματα, Δόκτορα.

επίβολος : εσφ[αλμένη] γρ[αφή] αντί επήβολος | 2. νεώτ. ναυτ. επίβολος βυθός ο εξασφαλίζων την αγκυροβολίαν (Δημητράκος)

δυσεπίβολος : ο δυσκόλως προσβαλλόμενος, δυσπρόσβλητος (δυσεπήβολος) 2. Ο επικίνδυνος να τον επιχειρήση τις, ο δυσκόλως επιτυγχανόμενος, επιχειρούμενος (Δημητράκος)

δυσεπίβολος : [δυσ-επιβάλλω] αυτός που προσβάλλεται με δυσκολία ή στον οποίο δύσκολα επιτίθεται κάποιος | δύσκολος, επικίνδυνος (Montanari)

υπόπτερος : [υπό, πτερόν] εφοδιασμένος με φτερούγες, φτερωτός ... υπόπτεροι ίπποι φτερωτά άλογα (Λουκιανός), μτφ: πέταται υποπτέροις ανορέαις πετάει με τις φτερούγες των κατορθωμάτων του (Πίνδαρος) υπόπτερος φροντίσιν ασθενικός στη μνήμη, ελαφρόμυαλος (Αισχύλ. Χοηφ) (Montanari)

υπόπτερος : κ. μσν. Κ. νεώτ. ο υπό πτερά, πτέρωμα ών, ο έχων πτερά ή πτερύγια, πτερωτός … υπόπτερος ο πλούτος : ο πλούτος είναι πτερωτός, κάνει φτερά και φεύγει | 2. νεώτ. ο ελαφρός ως αν είχε πτερά, εξαιρετικός ευκίνητος. (Δημητράκος)

φτερωτός βυθός :confused::confused:
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
υπόπτερος : κ. μσν. Κ. νεώτ. ο υπό πτερά, πτέρωμα ών, ο έχων πτερά ή πτερύγια, πτερωτός … υπόπτερος ο πλούτος : ο πλούτος είναι πτερωτός, κάνει φτερά και φεύγει | 2. νεώτ. ο ελαφρός ως αν είχε πτερά, εξαιρετικός ευκίνητος. (Δημητράκος)

φτερωτός βυθός :confused::confused:
(υποθέτω): ο εξαιρετικός [sic?] ευκίνητος
 

Earion

Moderator
Staff member
Να το παίξω Ηρακλής Πουαρό και ν’ αρχίσω τις συνδυαστικές ερμηνείες;

Εύκολα εντοπίζει κανείς δίπολα αντιθέσεων: φανερός <=> αφανής, ομαλός <=> ανώμαλος, μαλακός <=> στερεός, επίβολος <=> δυσεπίβολος.

Ένα δεύτερο ζευγάρι θα μπορούσε να σταθεί ως αντίθεση: τραχύς <=> απόξυρος (= απότομος, κομμένος ως αν με ξυράφι ή ξυρισμένος, γυμνός, κατά Σκαρλάτο Βυζάντιο).

Ακολουθεί μια τριάδα: ίσος <=> επικλινής <=> κρεμαστός, ...

και απομένει άλλη μία τριάδα: υπόπτερος, υπόψηφος, υπόπηλος.

Αν τα δύο τελευταία σημαίνουν «αποτελούμενος κυρίως από χαλίκια» και «αποτελούμενος κυρίως από πηλό», τότε το πρώτο σημαίνει: «αποτελούμενος κυρίως από ... :confused:»
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Για τα υπόψηφος και υπόπηλος, μάλλον «με μικρή περιεκτικότητα σε» θα έλεγα.
 
Top