Έγινε χτες, γίνεται και σήμερα (εδώ), συζήτηση στο μπλογκ του Σαραντάκου για μετάφραση μιας πρότασης από ομιλία του Σλάβοϊ Ζίζεκ (το κείμενο της διερμηνείας, η ομιλία, το επίμαχο σημείο στο 22:50), η οποία πρόταση λέει:
Syriza will need the formidable combination of principle politics and ruthless pragmatism, of democratic commitment and readiness to act fast and brutally when needed.
Εδώ δεν θέλω να συζητήσω τα ίδια γλωσσικά θέματα (ιδίως την απόδοση των ruthless και brutally), μόνο να καταθέσω τις διαφορετικές αποδόσεις για το formidable. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της λέξης είναι, βέβαια, ο τονισμός της. Σε μέτρηση που είχε γίνει πριν από μερικά χρόνια το 46% των Βρετανών τόνιζε [φόρμιντεμπλ] και το 54% [φορμίντεμπλ] (η δική μου προτίμηση). Για πλάκα, σε επιφωνήματα, επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί και η γαλλική προφορά [φορμιντάμπλ].
Για τις σημασίες
formidable adjective
Encarta:
1. difficult to deal with or overcome: a formidable task.
2. awe-inspiring; inspiring respect or wonder because of size, strength, or ability: a formidable display of skill
3. frightening; causing fear, dread, or alarm
[14th century. Directly or via French < Latin formidabilis < formidare "to fear" < formido "terror"]
ODE:
inspiring fear or respect through being impressively large, powerful, intense, or capable: a formidable opponent
Macmillan
very impressive in size, power, or skill and therefore deserving respect and often difficult to deal with: Meeting the energy demands of a big city is a formidable task. | The company has built up a formidable reputation for quality. | a formidable opponent/challenge.
OALD
if people, things or situations are formidable, you feel fear and/or respect for them, because they are impressive or powerful, or because they seem very difficult
In debate he was a formidable opponent.
Somehow the small but formidable woman fought her way through the crowd to reach her son.
She has a formidable list of qualifications.
The two players together make a formidable combination.
The task was a formidable one.
They had to overcome formidable obstacles.
Συλλογή μεταφρασμάτων από λεξικά:
τρομερός, φοβερός, δεινός, που προκαλεί δέος
τρομακτικός
εντυπωσιακός
τεράστιος, πελώριος
δύσκολος,επίμοχθος, διόλου απλός
ακαταμάχητος
Στο παράδειγμα του OALD (The two players together make a formidable combination) μπορούμε να πούμε ότι οι δύο παίκτες μαζί μπορεί να είναι ένας ακαταμάχητος συνδυασμός, ένα αχτύπητο δίδυμο. Στην περίπτωση της πρότασης για τον ΣΥΡΙΖΑ πρότεινα την απόδοση «δυσχερέστατος συνδυασμός» επειδή θα είναι πολύ δύσκολο να συνδυαστούν οι δημοκρατικές αρχές με το αντίθετό τους (καταθέτει δηλαδή ο Ζίζεκ ένα αντιφατικό δίπολο).
Syriza will need the formidable combination of principle politics and ruthless pragmatism, of democratic commitment and readiness to act fast and brutally when needed.
Εδώ δεν θέλω να συζητήσω τα ίδια γλωσσικά θέματα (ιδίως την απόδοση των ruthless και brutally), μόνο να καταθέσω τις διαφορετικές αποδόσεις για το formidable. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της λέξης είναι, βέβαια, ο τονισμός της. Σε μέτρηση που είχε γίνει πριν από μερικά χρόνια το 46% των Βρετανών τόνιζε [φόρμιντεμπλ] και το 54% [φορμίντεμπλ] (η δική μου προτίμηση). Για πλάκα, σε επιφωνήματα, επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί και η γαλλική προφορά [φορμιντάμπλ].
Για τις σημασίες
formidable adjective
Encarta:
1. difficult to deal with or overcome: a formidable task.
2. awe-inspiring; inspiring respect or wonder because of size, strength, or ability: a formidable display of skill
3. frightening; causing fear, dread, or alarm
[14th century. Directly or via French < Latin formidabilis < formidare "to fear" < formido "terror"]
ODE:
inspiring fear or respect through being impressively large, powerful, intense, or capable: a formidable opponent
Macmillan
very impressive in size, power, or skill and therefore deserving respect and often difficult to deal with: Meeting the energy demands of a big city is a formidable task. | The company has built up a formidable reputation for quality. | a formidable opponent/challenge.
OALD
if people, things or situations are formidable, you feel fear and/or respect for them, because they are impressive or powerful, or because they seem very difficult
In debate he was a formidable opponent.
Somehow the small but formidable woman fought her way through the crowd to reach her son.
She has a formidable list of qualifications.
The two players together make a formidable combination.
The task was a formidable one.
They had to overcome formidable obstacles.
Συλλογή μεταφρασμάτων από λεξικά:
τρομερός, φοβερός, δεινός, που προκαλεί δέος
τρομακτικός
εντυπωσιακός
τεράστιος, πελώριος
δύσκολος,
ακαταμάχητος
Στο παράδειγμα του OALD (The two players together make a formidable combination) μπορούμε να πούμε ότι οι δύο παίκτες μαζί μπορεί να είναι ένας ακαταμάχητος συνδυασμός, ένα αχτύπητο δίδυμο. Στην περίπτωση της πρότασης για τον ΣΥΡΙΖΑ πρότεινα την απόδοση «δυσχερέστατος συνδυασμός» επειδή θα είναι πολύ δύσκολο να συνδυαστούν οι δημοκρατικές αρχές με το αντίθετό τους (καταθέτει δηλαδή ο Ζίζεκ ένα αντιφατικό δίπολο).