Διάβαζα εδώ ένα από τα κείμενα στα οποία μας παρέπεμψε ο Κώστας, για τον δικηγόρο Γκάο Τζ-Σενγκ, «που είχε απαχθεί από την κινεζική ασφάλεια […] και που […] ενδέχεται να είναι πια νεκρός».
Τίτλος στο μπλογκ του Economist: Has brave Gao Zhisheng been "disappeared"?
Όπως ξέρουμε, το ρήμα disappear είναι κανονικά αμετάβατο. Οι αγγλόφωνοι λένε «he disappeared» και εμείς μεταφράζουμε με το μεσοπαθητικό «εξαφανίστηκε». Και λένε οι δάσκαλοι στους μαθητές ότι για το μεταβατικό «εξαφανίζω» θα έχουμε περίφραση, π.χ. «he made them disappear».
Διάλειμμα γκρίνιας: Κοιτάζω ένα μεγάλο λεξικό και έχει μπόλικα στο μεταβατικό «εξαφανίζω» (wipe out, annihilate, obliterate, wear away, exterminate | remove, conceal, hide) αλλά τίποτα σε make (sb/ sth) disappear, cause (sb / sth) to disappear. Κοιτάζω και τον Κοραή και υπάρχει τέτοιο μπέρδεμα στο αμετάβατο εξαφανίζω και το μεσοπαθητικό εξαφανίζομαι που μάλλον χρειάζεται κάποιες επεμβάσεις.
Ωστόσο, όπως βλέπετε και στον παραπάνω τίτλο, υπάρχει και η μεταβατική χρήση, συχνά με εισαγωγικά δίκην κλεισίματος του ματιού. Αν κρίνω από το OED, η χρήση αυτή χρονολογείται από το τέλος της δεκαετίας του 1980 και τις «εξαφανίσεις» λατινοαμερικανικού τύπου.
Οι desaparecidos μεταφράζονται στα ελληνικά «εξαφανισμένοι» ή «αγνοούμενοι» (για να θυμηθούμε και τη βραβευμένη ταινία του Γαβρά). Υπάρχει και ο όρος forced disappearance (βίαιη εξαφάνιση, αναγκαστική εξαφάνιση, εξαναγκαστική εξαφάνιση — ο μπαξές, όπως πάντα, απ’ όλα έχει). Τι θα προτιμούσατε;
Η παθητική μετοχή στο ισπανικό desaparecidos, όπως και το «was disappeared» του αγγλικού, μεταφέρουν ευφημιστική ειρωνεία που δεν υπάρχει στα ελληνικά. Εμείς θα πούμε «εξαφανίστηκε» και «εξαφανισμένος» και δεν θα βάλουμε κακό στο νου μας ούτε εισαγωγικά να μας κλείνουν το μάτι. «Πού ήσουν εξαφανισμένος τόσες μέρες;» θα ρωτήσουμε το φίλο μας, χωρίς να σκεφτούμε ότι είχε δουλειές με χούντες.
Οπότε έρχεται και η απορία: Ποιος θα ήταν ένας καλός τρόπος να αποδώσουμε έναν τίτλο σαν αυτόν:
Has brave Gao Zhisheng been "disappeared"?
Μήπως έτσι;
Έπεσε ο γενναίος Γκάο Τζ-Σενγκ θύμα «εξαφάνισης»;
Τίτλος στο μπλογκ του Economist: Has brave Gao Zhisheng been "disappeared"?
Όπως ξέρουμε, το ρήμα disappear είναι κανονικά αμετάβατο. Οι αγγλόφωνοι λένε «he disappeared» και εμείς μεταφράζουμε με το μεσοπαθητικό «εξαφανίστηκε». Και λένε οι δάσκαλοι στους μαθητές ότι για το μεταβατικό «εξαφανίζω» θα έχουμε περίφραση, π.χ. «he made them disappear».
Διάλειμμα γκρίνιας: Κοιτάζω ένα μεγάλο λεξικό και έχει μπόλικα στο μεταβατικό «εξαφανίζω» (wipe out, annihilate, obliterate, wear away, exterminate | remove, conceal, hide) αλλά τίποτα σε make (sb/ sth) disappear, cause (sb / sth) to disappear. Κοιτάζω και τον Κοραή και υπάρχει τέτοιο μπέρδεμα στο αμετάβατο εξαφανίζω και το μεσοπαθητικό εξαφανίζομαι που μάλλον χρειάζεται κάποιες επεμβάσεις.
Ωστόσο, όπως βλέπετε και στον παραπάνω τίτλο, υπάρχει και η μεταβατική χρήση, συχνά με εισαγωγικά δίκην κλεισίματος του ματιού. Αν κρίνω από το OED, η χρήση αυτή χρονολογείται από το τέλος της δεκαετίας του 1980 και τις «εξαφανίσεις» λατινοαμερικανικού τύπου.
trans. euphem. To abduct or arrest (a person), esp. for political reasons, and subsequently to kill or detain as a prisoner, without making his or her fate known.
Freq. with reference to Latin America; cf. American Spanish desaparecido n. (lit. ‘those who have been disappeared’), which posits a passive transitive use of the usually intransitive Spanish verb desaparecer, evoking an action performed on another but disguised as autonomous.
Freq. with reference to Latin America; cf. American Spanish desaparecido n. (lit. ‘those who have been disappeared’), which posits a passive transitive use of the usually intransitive Spanish verb desaparecer, evoking an action performed on another but disguised as autonomous.
1979 N.Y. Times Mag. 21 Oct. 66 While Miss Iglesias ‘was disappeared’, her family's writ of habeus corpus, filed on her behalf, was rejected by the courts. 1987 E. Leonard Bandits iii. 37 Our two Nicaraguan doctors were disappeared, one right after the other. 1990 Times 8 Aug. 17/1 Armed men arrive in a village and ‘disappear’ any activists, several of whom have later been found floating in nearby rivers. 1999 Guardian 28 Sept. i. 2 By refusing to tell the families of the 1,198 people who were forcibly disappeared by the Chilean security forces what had happened to their loved ones they were subjecting them to ‘mental pain, suffering and demoralization’.
Οι desaparecidos μεταφράζονται στα ελληνικά «εξαφανισμένοι» ή «αγνοούμενοι» (για να θυμηθούμε και τη βραβευμένη ταινία του Γαβρά). Υπάρχει και ο όρος forced disappearance (βίαιη εξαφάνιση, αναγκαστική εξαφάνιση, εξαναγκαστική εξαφάνιση — ο μπαξές, όπως πάντα, απ’ όλα έχει). Τι θα προτιμούσατε;
Η παθητική μετοχή στο ισπανικό desaparecidos, όπως και το «was disappeared» του αγγλικού, μεταφέρουν ευφημιστική ειρωνεία που δεν υπάρχει στα ελληνικά. Εμείς θα πούμε «εξαφανίστηκε» και «εξαφανισμένος» και δεν θα βάλουμε κακό στο νου μας ούτε εισαγωγικά να μας κλείνουν το μάτι. «Πού ήσουν εξαφανισμένος τόσες μέρες;» θα ρωτήσουμε το φίλο μας, χωρίς να σκεφτούμε ότι είχε δουλειές με χούντες.
Οπότε έρχεται και η απορία: Ποιος θα ήταν ένας καλός τρόπος να αποδώσουμε έναν τίτλο σαν αυτόν:
Has brave Gao Zhisheng been "disappeared"?
Μήπως έτσι;
Έπεσε ο γενναίος Γκάο Τζ-Σενγκ θύμα «εξαφάνισης»;