flagfall /ˈflæɡˌfɔːl/
noun
1 [countable] Australian a fixed amount of money that you have to pay as soon as you begin a taxi journey, make a phone call, etc
2 [uncountable] the moment when the clock for one player stops in a game of chess, indicating that the player has no more time left
http://www.macmillandictionary.com/dictionary/british/flagfall
Έχω βάλει μόνο την πρώτη σημασία στον τίτλο επειδή αυτή με συγκίνησε, το ότι οι Αυστραλιανοί λένε όπως κι εμείς το «δικαίωμα εκκίνησης» του ταξί (όπου δικαίωμα = νόμιμη αμοιβή).
Συνήθως η απόδοση που χρησιμοποιείται στα αγγλικά είναι starting fee ή starting charge. Αναζητείται η σχέση των Ελλήνων με την ορολογία των αυστραλιανών ταξί.
noun
1 [countable] Australian a fixed amount of money that you have to pay as soon as you begin a taxi journey, make a phone call, etc
2 [uncountable] the moment when the clock for one player stops in a game of chess, indicating that the player has no more time left
http://www.macmillandictionary.com/dictionary/british/flagfall
Έχω βάλει μόνο την πρώτη σημασία στον τίτλο επειδή αυτή με συγκίνησε, το ότι οι Αυστραλιανοί λένε όπως κι εμείς το «δικαίωμα εκκίνησης» του ταξί (όπου δικαίωμα = νόμιμη αμοιβή).
Συνήθως η απόδοση που χρησιμοποιείται στα αγγλικά είναι starting fee ή starting charge. Αναζητείται η σχέση των Ελλήνων με την ορολογία των αυστραλιανών ταξί.