Καλημέρα! Έχω τον εξής διάλογο στο επεισόδιο που μεταφράζω, μεταξύ ενός γκέι στυλίστα και μίας στρέιτ γυναίκας. Καθώς εκείνος απομακρύνεται, εκείνη κοιτάει τον κώλο του και του λέει "Fierce" (με ύφος όλο νόημα). Εκείνος απαντά "Fierce back".
Το μόνο hint που βρήκα ήταν στο Urban. Fierce: A term that gay men used in the late 1990s and early 2000s to describe absolutely everything that was of "exceptional quality".
Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι το "θεά". Μήπως έχουμε καμία άλλη λεξούλα με γκέι connotation;
Το μόνο hint που βρήκα ήταν στο Urban. Fierce: A term that gay men used in the late 1990s and early 2000s to describe absolutely everything that was of "exceptional quality".
Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι το "θεά". Μήπως έχουμε καμία άλλη λεξούλα με γκέι connotation;