Αντιγράφω από τη wikipedia:
A fiduciary trust is a fiduciary relationship in which a trustee holds the title to assets for the beneficiary. The trust's creator is called the grantor.
Πιστεύω ότι αρκεί το «εμπίστευμα». Το fiduciary περιγράφει την καταπιστευματική σχέση και ο ελληνικός (ελληνοκυπριακός) όρος σημαίνει αυτό ακριβώς.
Με την ευκαιρία δύο κειμενάκια από δικηγορικές σελίδες:
Κατά το αγγλικό δίκαιο η λέξη εμπίστευμα είναι ένας γενικός όρος που καλύπτει ποικίλους νομικούς θεσμούς και έννομες σχέσεις. Έτσι υπάρχουν εμπιστευτικά (sic) ιδιωτικά, φιλανθρωπικά, επιχειρηματικά και κατ' επαγωγή, δηλαδή δημιουργούμενα από τα δικαστήρια [constructive trusts]. Το American Restatement [Second] of Trusts ορίζει το ιδιωτικό εμπίστευμα ως συνδεόμενη με περιουσιακό αντικείμενο καταπιστευματική σχέση, αποτέλεσμα εκδηλώσεως της προθέσεως για τη δημιουργία της, δυνάμει της οποίας επιβάλλονται στο δικαιούχο του περιουσιακού αντικειμένου υποχρεώσεις εξ επιεικείας (;) προς διαχείριση του αντικειμένου σε όφελος κάποιου άλλου προσώπου. Το ιδιωτικό εμπίστευμα είναι δυνατόν να οριστεί ως μια έννομη σχέση, η οποία δημιουργείται, όταν περιουσιακό αντικείμενο εκουσίως μεταβιβάζεται σε ένα πρόσωπο που καλείται εμπιστευματοδόχος και επιβαρύνεται με την καταπιστευματική υποχρέωση της διαχείρισής του προς όφελος του δικαιούχου. Ούτε ο εμπιστευματοδόχος ούτε ο δικαιούχος είναι κύριοι κατ' αποκλειστικότητα ο καθένας έναντι του άλλου, του περιουσιακού αντικειμένου που μεταβιβάστηκε. Το εμπίστευμα είναι καταπιστευματική σχέση, δηλαδή δεσμός εμπιστοσύνης και καλής πίστεως στον υπέρτατο βαθμό, μεταξύ δε των καθηκόντων του εμπιστευματοδόχου συγκαταλέγεται το καθήκον να καταλάβει τη νομή και να διατηρήσει τον έλεγχο της περιουσίας του εμπιστεύματος, το καθήκον της διατήρησης της περιουσίας και μη μεταβίβασης των σχετικών με το εμπίστευμα εξουσιών. http://www.laskoslaw.gr/article.php?id=1213784880
Ανωνυμία : η έννοια του εμπιστεύματος (TRUST)
Σε μερικές περιπτώσεις, επιχειρηματικοί λόγοι καθιστούν επιτακτική την ανάγκη διατήρησης της ανωνυμίας των φυσικών ή νομικών προσώπων που συμμετέχουν σε ένα επιχειρηματικό φορέα (εταιρεία). Δεδομένου ότι οι μετοχές των κυπριακών "μη δημοσίων" εταιρειών είναι υποχρεωτικά ονομαστικές, η επιζητούμενη ανωνυμία μπορεί να επιτευχθεί με την δημιουργία ενός εμπιστεύματος (trust). Η έννοια του εμπιστεύματος, αν και ανύπαρκτη στο ελληνικό δίκαιο, είναι πλήρως αναγνωρισμένη κα ευρύτατα διαδεδομένη στο αγγλοσαξονικό δίκαιο με τους σαφείς και αυστηρούς κανόνες που τη διέπουν.
Το εμπίστευμα (trust) στο αγγλοσαξονικό δίκαιο (και, κατ' επέκταση, στο δίκαιο της Κύπρου) είναι μια μορφή πληρεξουσίου (trust deed), το οποίο μπορεί να είναι γενικό ή ειδικό με ευρύτατες ουσιαστικά μηδενικές εξουσίες, όπου απλά, η ταυτότητα του εντολέα (cestuis que trust ή beneficiary) προς τον εντολοδόχο (trustee) δεν είναι γνωστή στους τρίτους και ο εντολοδόχος παρουσιάζεται ως να κατέχει περιουσιακά στοιχεία ή να διενεργεί πράξεις για ίδιο λογαριασμό, ενώ στην ουσία τα κατέχει και τις διενεργεί για λογαριασμό και προς όφελος του εντολέα του, προς τον οποίο έχει υποχρέωση απόδοσης λογαριασμού.
Τα εμπιστεύματα αυτά (trusts) αναγνωρίζονται από την Νομοθεσία της Κύπρου.
Έναντι των υπολοίπων Κυπριακών Αρχών (και φυσικά των τρίτων), ο εμπιστευματοδόχος (που συνήθως είναι εταιρείες των λογιστών της εταιρείας στην Κύπρο) παρουσιάζονται ως μέτοχοι της εταιρείας. Η παροχή υπηρεσιών εμπιστευματοδόχου (trustee) συνεπάγεται, φυσικά την καταβολή κάποιας επαγγελματικής αμοιβής η οποία συναρτάται από τον όγκο της επιτελούμενης εργασίας αλλά, στην πράξη, δεν συνθέτει ουσιαστική οικονομική επιβάρυνση. http://www.futurecc.gr/kede.htm