(1) Στην περίπτωση τού ενεργοβόρος, θα πούμε ότι έχουμε λάθος ή απλοποίηση;
(2) Επενδύουμε στο καθωσπρέπει ή στο διαδεδομένο;
(3) Να θεωρήσουμε ότι και τους δύο αγγλικούς όρους [ΣτΖ: energy-intensive και energy-inefficient] είναι καλό να τους αποδίδουμε με το επίθετο ενεργοβόρος;
Ας επιχειρήσω κι εγώ να δώσω καμιάν απάντηση:
(1) Πιστεύω ότι θα πούμε πως ο τύπος
ενεργοβόρος ήταν λανθασμένη κατασκευή, πιθανόν υπό την επίδραση του
ενεργο- στο
ενεργοποιώ (το οποίο όμως είναι από το
ενεργός κι όχι από την
ενέργεια), η οποία εδραιώθηκε και χρησιμοποιείται στο γενικό λεξιλόγιο σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ' ό,τι η ορθότερη κατασκευή (δηλ. ο τύπος
ενεργειοβόρος), αποτελώντας άλλη μια περίπτωση ζεύγους σαν τα
σειριακός και σειραϊκός.
(2) Πρόκειται για μία από τις σχετικά σπάνιες (για τα δεδομένα τής ορογραφίας — καθότι η θεωρητική δομή πάνω στην οποία βασίζεται η Ορολογία υπαγορεύει την αποφυγή τους) περιπτώσεις δύο όρων που μπορούν να θεωρηθούν πλήρως ισοδύναμοι (και μάλιστα προτείνω να θεωρηθούν, από ορολογική άποψη, αλλόμορφα για να γίνει η ζωή μας απλούστερη). Ο λόγος που με κάνει να το υποστηρίζω αυτό (κι όχι λ.χ. να πω να είναι ο ορθά σχηματισμένος τύπος ο προτιμώμενος και ο έτερος να είναι δευτερεύων) είναι το γεγονός ότι και ο τύπος
ενεργοβόρος χρησιμοποιείται ήδη στις Τεχνικές Οδηγίες τού ΤΕΕ (ΤΟΤΕΕ) που καλούνται να εφαρμόσουν στην πράξη τις σχετικές προδιαγραφές τού ΕΛΟΤ, και στον
Κανονισμό για την Ενεργειακή Αποδοτικότητα των Κτιρίων (ΚΕΝΑΚ) κ.α. Επομένως μπορούμε να δεχτούμε:
energy-consuming [energy] = ενεργοβόρος, ενεργειοβόρος (VAR).
(3) Εάν το κείμενό σου δεν απαιτεί ορολογική ακρίβεια, μπορείς να τους πεις όπως νομίζεις (αναλαμβάνοντας φυσικά και το βάρος τής επιλογής τής ορολογικής ισοδυναμίας). Ωστόσο σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα, καθώς και σε ορολογικές βάσεις και θεματικά γλωσσάρια ισχύει η ορολογική αρχή «ένας όρος για μία έννοια». Και καθότι οι όροι
energy-intensive και
energy-inefficient περιγράφουν άλλες έννοιες, δεν μπορούν να αποδοθούν με το
ενεργοβόρος.
(4) Αν έχω ενεργοβόρο ή ενεργειοβόρο βιομηχανία στο ελληνικό μου, να προτιμήσω energy-intensive industry (565.000 ευρήματα) στο αγγλικό μου ή το πραγματικό αντίστοιχο energy-consuming (48.800 ευρήματα);
(4) Ισχύει ό,τι είπα και στο (3) παραπάνω: Εξαρτάται από το είδος τού κειμένου. Έτσι, αν πρόκειται για ένα γενικό κείμενο όπου εσύ αντιλαμβάνεσαι πως οι προθέσεις είναι να δοθεί κακόσημη χροιά στον όρο
ενεργοβόρος, μπορείς π.χ. να γράψεις
high energy-consuming (πρόκειται για την ανάλογη περίπτωση όπου ενίοτε το
global warming αποδίδεται
υπερθέρμανση, για να χρωματιστεί κακόσημα, κι όχι απλώς
θέρμανση). Εάν από την άλλη πιστεύεις ότι το κοινό σου δεν θα παρεξηγήσει τη βασική λειτουργία τού όρου
energy-intensive (που είναι να αντιπαραβάλλει την ένταση ενέργειας με άλλες παραμέτρους), μπορείς να καταφύγεις και σε αυτόν (εγώ προσωπικά δεν θα το έκανα, πάντως). Αλλά το
energy-inefficient (δηλ.
ενεργειακά μη αποδοτικός) είναι σε κάθε περίπτωση αλλού γι' αλλού, αν κληθεί να αποδώσει το
ενεργοβόρος. Και θα έλεγα να κάνεις κάτι και για τον τίτλο τού νήματος (είναι σαν να αποδεχόμαστε την αντιστοιχία, μακριαπομάς :)).
Για κάποιον ανεξήγητο λόγο μού άρεσε το επεξεργασιοβαρής. Να, έφτιαξα κιόλας την παρέα του: εργασιοβαρής, κεφαλαιοβαρής, ενεργειοβαρής.
Κι εμένα μου άρεσε (πάντα μιλώντας για το
intensive). Κι έχει ήδη περάσει στην προδιαγραφή ΕΛΟΤ ETS 300 795. Αλλά τα υπόλοιπα -
βαρής που έχουμε δεν αποδίδουν το
intensive, κι αυτό ίσως και να είναι ένα ζήτημα.
Ναι, θα ήταν πολύ λογικό να έχει συνδεθεί το ενεργοβόρος με το energy consuming. Όχι, στην πραγματικότητα ενεργοβόρος είναι energy intensive. To energy consuming, αν δεν υπάρχει άλλος προσδιορισμός, είναι λίγο, ενώ το ελληνικό ενεργοβόρος όχι. Εγώ π.χ. έχω συναντήσει, σε κείμενο περί εξοικονόμησης ενέργειας, τις συσκευές που καταναλώνουν ενέργεια (έστω και ελάχιστη), και φυσικά τις έλεγαν energy consuming. Ό,τι κι αν ισχύει ετυμολογικά, ο ενεργοβόρος υποδηλώνει μεγάλη κατανάλωση ενέργειας.
Θέμη, να με συγχωρείς αλλά προβαίνεις σε μια σύνδεση με βάση κείμενα που δεν ανταποκρίνονται σε αυστηρά ορολογικά κριτήρια η οποία οδηγεί σε μια γενίκευση που τελικά δεν ισχύει. Έχουμε συνηθίσει την κατεξοχήν κακόσημη χρήση τής λέξης
ενεργοβόρος, οπότε το
energy-consuming μάς φαντάζει λίγο. Τα πράγματα ωστόσο δεν είναι έτσι, για τους ακόλουθους λόγους:
- Ας πάρουμε τον παράλληλο σχηματισμό, ο οποίος πιθανότατα αποτέλεσε και τη βάση έμπνευσης για τον όρο ενεργ(ει)οβόρος: τη λέξη χρονοβόρος. Ο χρονοβόρος βασίστηκε στο προϋπάρχον σχήμα των αιμοβόρος, σαρκοβόρος κλπ προκειμένου να αποδώσει, ως μεταφραστικό δάνειο, το αγγλ. time-consuming. Ερωτώ: Έχουμε παραδείγματα όπου το χρονοβόρος (ή το ισοδύναμό του, το time-consuming) να ΜΗΝ χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάτι παίρνει ΠΟΛΥ χρόνο; Στο time-consuming ενυπάρχει η έννοια και της υπερβολής (sth requiring much time) και της σπατάλης (sth wasting much time). Σε τι λοιπόν έγκειται η αδυναμία τού ΧYZ-consuming να δείξει και το κακόσημο του πράγματος, όπως συμβαίνει και στο ελληνικό ΧΨΩ-βόρος;
- Διατυπώθηκε το επιχείρημα ότι, εφόσον έχει καταγραφεί μη κακόσημη (δηλ. μη αναγόμενη σε υπερβολή ή σπατάλη) χρήση για το αγγλ. energy-consuming, αυτομάτως είναι αδύνατη η αμφιμονοσήμαντη συσχέτισή του με το ενεργοβόρος, επειδή υποστηρίζεται πως το δεύτερο είναι αμιγώς και πάντα κακόσημο (δηλ. δηλωτικό υπερβολής ή σπατάλης). Θα μου επιτρέψετε να μιλήσω για τον χώρο τής ορολογίας και των εξειδικευμένων κειμένων όπου η ορογραφία και οι σχετικές με αυτήν συμβάσεις είναι υποχρεωτικές: Όταν ο ISO θέλει να αναφερθεί σε συσκευές που καταναλώνουν ενέργεια, επιδιώκει να σημάνει αυτό και μόνο — χωρίς χρωματισμούς (υπάρχουν επιθετικοί προσδιορισμοί γι' αυτό, αν απαιτείται)· εξ ου και γράφει π.χ. Assist organizations in making better use of their existing energy-consuming assets. Αυτό το energy-consuming ο ΕΛΟΤ, στις ελληνικές προδιαγραφές, το αποδίδει ενεργοβόρος — με την έννοια "αυτός που καταναλώνει ενέργεια", τελεία. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να το πεις σε ορολογικώς αυστηρό περιβάλλον. Στα γενικά κείμενα γράφτε ό,τι θέλετε, αλλά η ορολογία των προδιαγραφών έχει συγκεκριμένους κανόνες.
- Επιτατικά στα παραπάνω προσθέτω και το γεγονός ότι το επαχθές τού σημαινόμενου από το αγγλ. energy-consuming επιβεβαιώνεται και από την (αρχική, απ' ό,τι φαίνεται λεξικογραφικά) σημασία του: strenuous(βλ. ποστ #4) — ταμάμ δηλαδή για το ελλην. ενεργοβόρος.
- Ο όρος energy-intensive έχει μια αδυναμία που μου κάνει εντύπωση που δεν την επισημαίνετε: Προσδιορίζει μόνον δραστηριότητες (δηλ. αφηρημένες έννοιες), και όχι αντικείμενα ή συσκευές (δηλ. συγκεκριμένα πράγματα). Βρίσκω εκατομμύρια collocations για industry, agriculture, process, economy, sector, system, company (και για τα συγγενή με το industry, αλλά περισσότερο συγκεκριμένα, factory, facility) κλπ, δηλαδή έννοιες που πράγματι μπορούν να είναι έντασης ενέργειας. Μα καλά, δεν υπάρχουν ενεργοβόρες λάμπες ή θερμάστρες σε αγγλόφωνες περιοχές; Τι θα πείτε, energy-intensive lamp και energy-intensive heater; :)