en redemander (encore) = ζητάω κι άλλο, παρακαλώ να μην τελειώσει

Στο πλαίσιο μιας ποδοσφαιρικής αφήγησης για τη νίκη της Μάντσεστερ επί της Τσέλσι: "La finale [est] au bout du suspense, on en redemande encore."

Από το CNRTL
Loc. fam. En redemander. Insister pour obtenir à nouveau quelque chose. Quand je leur ai montré mon polichinelle, laissez faire! Elles ne s'en vont plus, elles en redemandent (Bernanos, Imposture, 1927, p. 477).

Je sèche vraiment sur cette phrase:-).....
 
Θέλουν κι άλλο, δηλαδή. Ίσως:

Δεν χορταίνουν να το βλέπουν (οι θεατές)
 
Οι θεατές παρακαλούν τέτοιο ματς/ τόσο ωραίο ματς να μην τελειώσει!
 
Οι θεατές εύχονταν οι δύο ομάδες να συνεχίσουν να παίζουν.

ή

Οι θεατές εύχονταν οι δύο ομάδες να παραμείνουν στο χορτάρι.
 
Top