metafrasi banner

elementals = στοιχειακά

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Όχι με την έννοια του στοιχειώδη, αλλά του στοιχειού.
An elemental is a mythological being first appearing in the alchemical works of Paracelsus.
http://en.wikipedia.org/wiki/Elemental

Μπορώ όντως να πω στοιχειό ή όχι;

Η Βίκι εδώ τα αναφέρει ως δαιμόνια.
 

nickel

Administrator
Staff member
Βλέπω ότι έχουν καταλήξει στα στοιχειακά. Από τα στοιχειακά πνεύματα (elemental spirits) έμειναν, όπως και στα αγγλικά, σκέτα τα στοιχειακά.


Προσθήκη:
Και σε βιβλίο, Τα στοιχειακά πνεύματα της φύσης, Συγγραφέας: Jorge Angel Livraga.
Los espíritus elementales de la naturaleza (The elemental spirits of nature, an esoteric study).
 

nickel

Administrator
Staff member
Για επιβεβαίωση, αν χρειάζεται, ιδού και τα ευρήματα από το blavatsky.gr. Η Μπλαβάτσκι (σύμφωνα με το OED) ήταν η πρώτη που το χρησιμοποίησε σαν ουσιαστικό:
1877 H. P. Blavatsky Isis p. xxx, These elementals are the principal agents of disembodied but never visible spirits.
 
Στη μεταφυσική, μαγεία κλπ στοιχειακά λέγονται (της φύσης και τεχνητά).
 

LostVerse

Member
FWIW, έχω απαντήσει τον όρο «ελεμενταλισμός» ορισμένες φορές, αλλά έχω τις αμφιβολίες μου κατά πόσο είναι δόκιμος ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε οποιοδήποτε κείμενο. Πάντως ήταν σε μεταφυσική αρθρογραφία σε αντίστοιχα περιοδικά (Mystery, Τρίτο Μάτι). Δεν ξέρω πώς θα μπορούσε να αποδοθεί εν προκειμένω το επίθετο «elemental - στοιχειακός».
 

nickel

Administrator
Staff member
Καλημέρα. Για δύο σημασίες του όρου elementalism (OED: 1. A method or theory which divinizes the elemental powers of nature. 2. A system based upon elemental forces or characters) θα μπορούσαμε να δούμε αν μας κάνει η στοιχειοκρατία (μια και η *στοιχειακοκρατία δεν μας κάνει). Αλλιώς, ελεμενταλισμός, τι να κάνουμε; Τόσους και τόσους «αλισμούς» έχουμε καταπιεί.
 
στοιχειακός2 [stiçakós], -ή, -ό .
<λαϊκ.>

1)

Που είναι σχετικός με τα στοιχειά, με υπερφυσικά όντα ή δυνάμεις ή πνεύματα, σύμφωνα με λαϊκές προλήψεις, δεισιδαιμονίες

2)

το στοιχειακό
Το στοιχειό


(ΜΗΛΝΕΓ)
 
Top