Πολύ αμφιλεγόμενο το ζήτημα που θίγεις, οπότε συμπάσχω αλλά δεν θα μπορούσα να απαντήσω κατηγορηματικά. Είναι, βλέπεις, και ζήτημα προσωπικής προτίμησης. Στα ελληνικά είναι απολύτως καθιερωμένη η σύναψη “διακριτική ευχέρεια” και καθιερωμένη επίσης η “διακριτική εξουσία”. Νομίζω όμως ότι υπάρχουν δύο σοβαρά προβλήματα όσον αφορά τη γενικευμένη χρησιμοποίηση του “διακριτικός”, με αυτή τη σημασία, σε άλλες συνάψεις. Πρώτον, η σημασία αυτή δεν υπάρχει στη ζωντανή γλώσσα, άρα δεν έχει στέρεα θεμέλια. Δεύτερον και κυριότερο, αν επεκτείνουμε τη χρησιμοποίηση του “διακριτικός” πέρα από τις καθιερωμένες συνάψεις μπλέκουμε πολύ, και όχι μόνο με την κοινή σημασία του “διακριτικός” (σεμνός, με λεπτότητα συμπεριφοράς) ή με άλλες καθιερωμένες λόγιες συνάψεις (διακριτική ικανότητα κτλ.) οι οποίες έχουν διαφοροποιηθεί σημασιολογικά. Η “διακριτική πολιτική” τι θα ήταν; Discretionary ή discriminatory; Υπάρχουν δυστυχώς και οι δύο, μεταξύ άλλων στη μακροοικονομία. Και η απόδοση του discriminatory με το “διακριτικός” επεκτείνεται διαρκώς. Είναι πολύ εύκολο να προκληθεί σύγχυση.
Εγώ γενικά χρησιμοποιώ τη “διακριτική ευχέρεια”, αλλά είτε μόνη της είτε σε διάφορους συνδυασμούς κατά περίπτωση. Αν θέλουμε σώνει και καλά όρο, από τους τρεις που ανέφερες θα προτιμούσα την “πολιτική διακριτικής ευχέρειας”, αν και αυτή η γενική δεν με ικανοποιεί πολύ. Δεν πρόκειται για πολιτική που προωθεί τη διακριτική ευχέρεια (όπως όταν λέμε πολιτική δημοσιονομικής εξυγίανσης ή πολιτική εσωτερικής υποτίμησης κτλ.), αλλά για πολιτική που αποφασίζεται βάσει διακριτικής ευχέρειας. Για λόγους απόλυτης σαφήνειας θα προτιμούσα λοιπόν κάτι πιο φλύαρο: “πολιτική βάσει διακριτικής ευχέρειας” ή “πολιτική κατά διακριτική ευχέρεια”. Η “διακριτική πολιτική” δεν μου αρέσει, για τους λόγους που ανέφερα προηγουμένως. Η απόδοση “αυτεξούσια πολιτική” έχει λογική βάση αλλά έχει και σοβαρά μειονεκτήματα. Πρώτον, απ’ όσο ξέρω δεν έχει χρησιμοποιηθεί καθόλου ίσαμε τώρα με την έννοια αυτή. Δεύτερον, είναι πομπώδης και τείνει να παραπέμψει σε εθνικές υπερηφάνειες και τα παρόμοια. Τρίτον, το όργανο άσκησης δημόσιας εξουσίας το οποίο διαθέτει ή δεν διαθέτει διακριτική ευχέρεια δεν μπορεί να κριθεί μεμονωμένα σαν αυτεξούσιο ή μη ως προς την άσκηση πολιτικής, γιατί αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της δημόσιας διοίκησης. Αν κυριολεκτήσουμε, ποτέ δεν είναι αυτεξούσιο. Σε μια θεωρητικά κλασική περίπτωση, αν δεν διαθέτει διακριτική ευχέρεια ο λόγος μπορεί να είναι ότι μια ανώτερη βαθμίδα άσκησης δημόσιας εξουσίας αποφάσισε κατά διακριτική ευχέρεια να μην τη διαθέτει. Υποτίθεται π.χ. ότι, αν ένας υπουργός δεν διαθέτει διακριτική ευχέρεια σε κάποιο θέμα, μπορεί να τον εμποδίζει ένας νόμος ο οποίος εισάγει αντικειμενικά κριτήρια για τη λήψη της απόφασης και τον οποίο ίσως συναποφάσισε ή και εισηγήθηκε ο ίδιος ή ο προκάτοχός του. Νομίζω ότι στην περίπτωσή μας το δίπολο αυτεξούσιο/ ετεροκαθορισμός δεν ευνοεί λεπτές διακρίσεις και διαβαθμίσεις. Αντίθετα, η διακριτική ευχέρεια έχει καθιερωθεί να νοείται σαν περιθώριο χειρισμών μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο (κλασικά, της "νομιμότητας").
Στη συγκεκριμένη φράση σου τώρα. Πρώτα απ’ όλα, δεν πολυκαταλαβαίνω πώς τελικά η “καλύτερη” απόφαση (“given the current situation and a correct evaluation of the end-of-period position”) καταφέρνει να μην είναι η καλύτερη. Μετά, δεν πολυκαταλαβαίνω τη χρήση του “policy”: αν αποκαλούμε έτσι την επιλογή μιας απόφασης, μάλλον σημειώνεται έκδηλος πληθωρισμός στη σημασία των λέξεων. Τέλος, δεν πολυκαταλαβαίνω προς τι μπλέκουμε τη διακριτική ευχέρεια με την απόφαση που αντικειμενικά είναι καλύτερη (“that decision which is best”) αντί για την απόφαση που ο αποφασίζων θεωρεί καλύτερη (κατά τη “διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση” του, για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση από το άρθρο 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας). Κοντολογίς, αν βέβαια δεν θέλουμε οπωσδήποτε όρο, θα μου ταίριαζε μια χαρά η “διακριτική ευχέρεια” σκέτη (“...η διακριτική ευχέρεια, δηλαδή η λήψη της απόφασης που...”), ή ακόμα, σε πιο φλύαρο, η “λήψη απόφασης κατά διακριτική ευχέρεια”.