metafrasi banner

demonize = δαιμονοποιώ (OXI δαιμονίζω)

nickel

Administrator
Staff member
Συνέντευξη: http://www.flash.gr/audio/3204

Η κυρία Παναρίτη (τεχνοκράτισσα με μεγαλύτερη άνεση στο χειρισμό των αγγλικών και αρκετά λαθάκια στα ελληνικά του προφορικού λόγου της) πάτησε προχτές την πεπονόφλουδα, αλλά μόνο ο Στάθης είχε τη διάθεση να σχολιάσει τη δήλωση γλωσσικά. Και αφού έχουμε σ’ αυτή την περίπτωση μια αγγλική ψευτοφίλη, το demonize, ας κάνω κι εγώ μια σημειωσούλα.

Συγκεκριμένα, είπε η κυρία Παναρίτη (στο 1'54"): «Στην Ελλάδα δαιμονίζουμε τους πάντες» και η δημοσιογράφος έσπευσε να διορθώσει: «Ναι, τους δαιμονοποιούμε, αλήθεια είν’ αυτό».

Από τα αρχαία έχουμε το μεσοπαθητικό δαιμονίζομαι (LSJ: be possessed by a demon or an evil spirit, Κοραής: become possessed), πιο γνωστό σήμερα από το δαιμονισμένος, τον Ντοστογιέφσκι, ίσως και τον daeman.

Στην καθημερινή χρήση δαιμονίζω σημαίνει «εξοργίζω»: infuriate, enrage, irritate, drive someone up the wall κ.ά. πολλά. Ομοίως, το μεσοπαθητικό δαιμονίζομαι: get furious κ.λπ.

Το δαιμονοποιώ είναι νεότατο. ΛΚΝ και ΠαπΛεξ δεν έχουν λήμμα (ούτε ο Κοραής), οπότε δίνω από το ΛΝΕΓ:

δαιμονοποιώ ρ. μετβ. {δαιμονοποιείς.. | δαιμονοποί-ησα, -ούμαι, -ήθηκα, -ημένος} 1. (κυριολ.) γίνομαι δαίμονας, αποκτώ μορφή δαίμονα: «παραδοσιακές μεταμφιέσεις τού αγροτικού καρναβαλιού θεωρείται ότι αναπαριστούν δαιμονοποιημένες ψυχές νεκρών» (εφημ.) 2. (μτφ.) αποδίδω σε κάποιον πολύ αρνητικές ιδιότητες, τον εμφανίζω ως υπαίτιο μιας δυσάρεστης κατάστασης, ως την πηγή των κακών: η προπαγάνδα τους προσπαθεί να δαιμονοποιήσει τον αντίπαλο τους στα μάτια τής κοινής γνώμης ΑΝΤ. αγιοποιώ. — δαιμονοποίηση (η).

Φτιάχτηκε για να αποδώσει το αγγλικό demonize:
demonize Pronunciation:/'di:mənʌɪz/ (also demonise)
verb [with object]
portray as wicked and threatening: he was demonized by the right-wing press
(ODE)​

Στο ΛΝΕΓ θα μπορούσαν να προσθέσουν αυτή την πληροφορία στην ετυμολογία και να διορθώσουν τον ορισμό του 1 (είναι για το «δαιμονοποιούμαι»).

Να προσθέσουμε, για τις μηχανές:
demonization, demonisation δαιμονοποίηση.

(Άλλο ένα ωραίο από την κ. Παναρίτη: Προς το τέλος, λέει, συνειδητά όμως και το εξηγεί, για «χώρες που πάνε νότια».)
 

SBE

¥
Το δαιμονίζω και δαιμονίζομαι τα έχω συνδεσει με τη γιαγιά μου που χρησιμοποιεί τη λέξη κάμποσο, οπότε υπεθεσα ότι η κυρά Παναρίτη θα είναι καμια κυρία μεγάλης ηλικίας, από αυτές που ήξεραν γαλλικά και πιάνο και λένε το μπλε χρώμα με κλειστό το ε, βλέπω κι όλα επικρατείας, ε, σίγουρα καμιά γιαγιά ενενήντα ετών, σκέφτομαι, και μετά βλέπω φωτογραφία της και τι στο καλό... Και μου βγάζει το γκούγκλισμα κι αυτό το άρθρο στο οποίο τα κακομεταφρασμένα κλισέ πάνε σύννεφο, περπατάμε σε λεπτό πάγο, έρχεται το ιππικό να μας σώσει, ζούμε σε θερμοκήπιο. Και σκέφτομαι... Άσε, δεν πειράζει, παραείμαι εκτός θέματος
 
Στην καθημερινή χρήση δαιμονίζω σημαίνει «εξοργίζω»: infuriate, enrage, irritate, drive someone up the wall κ.ά. πολλά. Ομοίως, το μεσοπαθητικό δαιμονίζομαι: get furious κ.λπ.

Και «διαολίζω-διαολίζομαι», με την ίδια σημασία. :)
 

nickel

Administrator
Staff member
Πολύ ωραία. Και αν δεν κάνω λάθος, το γαλλικό για το demonize είναι diaboliser.

Και για να πάμε στους φρέσκους νεολογισμούς:
de-demonize (ή dedemonize, de-demonise, dedemonise) = αποδαιμονοποιώ
Και: undemonize.
de-demonization (ή dedemonization, de-demonisation, dedemonisation) = αποδαιμονοποίηση
Γαλλικά: dédiaboliser κ.λπ.
 
Πολύ ωραία. Και αν δεν κάνω λάθος, το γαλλικό για το demonize είναι diaboliser.
Γαλλικά: dédiaboliser κ.λπ.

Ακριβώς έτσι! Το démoniser που απαντά όλο και συχνότερα είναι (φευ) αγγλισμός...
 

escapaki

New member
Δηλαδή αν κάποιος με εκνευρίσει, θα πρέπει να πω "με δαιμονοποιείς με αυτά που λες;" Jamais!
 

nickel

Administrator
Staff member
Σύμφωνα με όσα λέει το νήμα, εξακολουθούμε να λέμε «με διαολίζεις μ' αυτά που λες», «με δαιμονίζουν», «δαιμονίζομαι», και το δαιμονοποιώ το έχουμε για τη σημασία «αποδίδω σε κάποιον πολύ αρνητικές ιδιότητες» (π.χ. η δαιμονοποίηση του μνημονίου).
 
Top