δημογράφος ο (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :‹ δήμος + γράφος ‹ γράφω]
αυτός που ασχολείται με τη δημογραφία, αυτός που κάνει δημογραφικές έρευνες
αυτός που υπηρετεί σε δημόσια υπηρεσία που ασχολείται με τη δημογραφία.
δημογράφος, ο 1. αυτός που ασχολείται με τη δημογραφία, που κάνει δημογραφικές έρευνες 2. αυτός που υπηρετεί σε δημόσια υπηρεσία σχετική με τη δημογραφία