Elsa
¥
Έχουμε κάποια μονολεκτική απόδοση για το dedicated με την έννοια του made or designed to interconnect exclusively with one model or a limited range of models in a manufacturer's line: The new tractors use only high-priced dedicated accessories. ;
Πρόκειται για φλας dedicated σε φωτογραφική μηχανή.
Πρόκειται για φλας dedicated σε φωτογραφική μηχανή.