metafrasi banner

DC connector

Συνδετήρας συνεχούς ρεύματος, θα έλεγα. Είναι ο πιο γενικός όρος.
Δεν θα έλεγα "βύσμα", παρά μόνο αν ήξερα ότι όντως πρόκειται για βύσμα (ότι, δηλαδή, βρίσκεται στην άκρη καλωδίου).
 
Με ένα πρόχειρο ψάξιμο βρήκα και το συνδετήρας συνεχούς ρεύματος.
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Με προβληματίζει το ότι ούτε το συνδέτης συνεχούς ρεύματος, αλλά ούτε και το συνδετήρας συνεχούς ρεύματος δίνουν ευρήματα... Το έχω ως μέρος φωτοβολταϊκών στοιχείων (λέει, δλδ, το κείμενό μου, φωτοβολταϊκά στοιχεία μαζί με τους DC connectors, εάν υπάρχουν, κτλ.

Έντιτ: κοιτάξτε τι βρήκα! http://users.uoa.gr/~nektar/science/technology/technology_glossary.htm

Ξανάμανά (βλέπω το ρίξαμε όλοι στα έντιτ :)):
Από το σύνδεσμο που δινω παραπάνω:
connector (Συνδέτης)
Ηλεκτρική ή μηχανική συσκευή αποτελούμενη από ένα βύσμα και μια υποδοχή– η αρσενική υποδοχή πρέπει να εισέλθει στη θηλυκή πρίζα για να ολοκληρωθεί μια σύνδεση


Άρα ο connector αποτελείται από βύσμα και υποδοχή. Το θέτω προς γενικότερο προβληματισμό, μη νομίζετε ότι καταλαβαίνω τι γράφω, ε; :D
 

Zazula

Administrator
Staff member
Με προβληματίζει το ότι ούτε το συνδέτης συνεχούς ρεύματος, αλλά ούτε και το συνδετήρας συνεχούς ρεύματος δίνουν ευρήματα...
«Συνδετήρας» στο Lexicon. Αν δεν απατώμαι το συνδέτης αποδίδει σε κάποιες περιπτώσεις το coupling — το connector αποδίδεται σύνδεσμος ή συνδετήρας (αναλόγως σύναψης κλπ).
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Η ΙΑΤΕ δίνει συνδέτης, όπως επίσης και πάρα πολλοί άλλοι ιστότοποι.
 
Η ΙΑΤΕ δίνει συνδέτης, όπως επίσης και πάρα πολλοί άλλοι ιστότοποι.

Η ΙΑΤΕ δίνει συνδέτης αλλά στην κατηγορία Ιατρικές Επιστήμες. Στην κατηγορία Βιομηχανία Ηλεκτρικών Ειδών δίνει συνδετήρας.
 

nickel

Administrator
Staff member
Στιχομυθία στο ProZ, όπου για το power inlet connector έχω προτείνει την απόδοση: αρσενικός συνδετήρας ηλεκτρικής τροφοδοσίας.

Κατερίνα: Κι εγώ ως "σύνδεσμο" αποδίδω το connector.
N: Και κάποιοι άλλοι τον λένε "συνδέτη", οπότε οι απελπισμένοι το έριξαν στον κονέκτορα ή στα ναρκωτικά.


Έτσι ο τίτλος έγινε: αρσενικός συνδετήρας ηλεκτρικής τροφοδοσίας (ή σύνδεσμος, συνδέτης, κονέκτορας). Τόσοι κονέκτορες, ας μη μείνουν παραπονεμένοι.
 
Top