stathis
¥
Το cure, όταν χρησιμοποιείται για τρόφιμα, σημαίνει γενικά την επεξεργασία με σκοπό τη διατήρηση, π.χ. πάστωμα, κάπνισμα κ.λπ.
Curing is any of various food preservation and flavoring processes of foods such as meat, fish and vegetables, by the addition of a combination of salt, nitrates, nitrite or sugar. Many curing processes also involve smoking, spicing, or cooking.
https://en.wikipedia.org/wiki/Curing_(food_preservation)
Cured fish refers to fish which has been cured by subjecting it to fermentation, pickling, smoking, or some combination of these before it is eaten. These food preservation processes can include adding salt, nitrates, nitrite or sugar, can involve smoking and flavoring the fish, and may include cooking it.
https://en.wikipedia.org/wiki/Cured_fish
Στο βίντεο που υποτιτλίζω, ο σεφ δεν θέλει να χρησιμοποιήσει καπνιστό σολομό του εμπορίου, οπότε τον φτιάχνει (cure) μόνος του. Τον βάζει μέσα σε ένα μείγμα από ίση ποσότητα χοντρού αλατιού και ζάχαρης (συν διάφορα μπαχαρικά και ξύσμα εσπεριδοειδών) και τον αφήνει στο ψυγείο για τρεις μέρες.
Με μια πρόχειρη έρευνα, βλέπω ότι σε παρόμοιες συνταγές στα ελληνικά γίνεται λόγος για κάπνισμα, πάστωμα ή «ψήσιμο» του σολομού. Το πράγμα μπλέκει επειδή η διαδικασία και τα υλικά ποικίλλουν. Στη δική μου περίπτωση, πώς μπορούμε να το πούμε; Κάπνισμα δεν είναι πάντως, αν θέλουμε να ακριβολογούμε, όσο κι αν ο σολομός που προκύπτει είναι παρόμοιος με τον καπνιστό.
Επίσης, υπάρχει λέξη για το cure όταν αναφέρεται στο μείγμα που χρησιμοποιείται για τη διαδικασία του curing; Θα προτιμούσα να μην το πω απλώς μείγμα, γιατί υπάρχει και το mixture στην ίδια πρόταση.
Curing is any of various food preservation and flavoring processes of foods such as meat, fish and vegetables, by the addition of a combination of salt, nitrates, nitrite or sugar. Many curing processes also involve smoking, spicing, or cooking.
https://en.wikipedia.org/wiki/Curing_(food_preservation)
Cured fish refers to fish which has been cured by subjecting it to fermentation, pickling, smoking, or some combination of these before it is eaten. These food preservation processes can include adding salt, nitrates, nitrite or sugar, can involve smoking and flavoring the fish, and may include cooking it.
https://en.wikipedia.org/wiki/Cured_fish
Στο βίντεο που υποτιτλίζω, ο σεφ δεν θέλει να χρησιμοποιήσει καπνιστό σολομό του εμπορίου, οπότε τον φτιάχνει (cure) μόνος του. Τον βάζει μέσα σε ένα μείγμα από ίση ποσότητα χοντρού αλατιού και ζάχαρης (συν διάφορα μπαχαρικά και ξύσμα εσπεριδοειδών) και τον αφήνει στο ψυγείο για τρεις μέρες.
Με μια πρόχειρη έρευνα, βλέπω ότι σε παρόμοιες συνταγές στα ελληνικά γίνεται λόγος για κάπνισμα, πάστωμα ή «ψήσιμο» του σολομού. Το πράγμα μπλέκει επειδή η διαδικασία και τα υλικά ποικίλλουν. Στη δική μου περίπτωση, πώς μπορούμε να το πούμε; Κάπνισμα δεν είναι πάντως, αν θέλουμε να ακριβολογούμε, όσο κι αν ο σολομός που προκύπτει είναι παρόμοιος με τον καπνιστό.
Επίσης, υπάρχει λέξη για το cure όταν αναφέρεται στο μείγμα που χρησιμοποιείται για τη διαδικασία του curing; Θα προτιμούσα να μην το πω απλώς μείγμα, γιατί υπάρχει και το mixture στην ίδια πρόταση.