Αρκετά μπερδεμένο το ζήτημα και νομίζω ότι καλύτερα θα το προσεγγίσουμε αν το δούμε στην ιστορική του εξέλιξη. Ξεκινώ από τη σωστή
επισήμανση του Ρογέριου.
Από την ελληνιστική
βαλλίστρα (λατινικά ballista), μεγάλου μεγέθους βλητική μηχανή, περνάμε στη
χειροβαλλίστρα του Ήρωνος (cheiroballista), πολύ ελαφρότερη μεν, αλλά όχι τόσο ελαφριά που να αποτελεί ατομικό όπλο. Οι Ρωμαίοι την είπαν manuballista, και εξόπλισαν με αυτή τις λεγεώνες τους. Το επόμενο βήμα, προς το ελαφρό ατομικό όπλο, φαίνεται πως έγινε στη μεσαιωνική Δύση. (Σημειωτέον ότι αιώνες πριν είχε ανεξάρτητα εφευρεθεί από τους Κινέζους). Τέτοιο όπλο (crossbow, arbalete) φαίνεται πως δεν γνώρισαν ούτε οι Ρωμαίοι ούτε οι Βυζαντινοί, γιατί ειδικά οι τελευταίοι εκφράζουν την έκπληξή τους μόλις το συναντούν στα χέρια των σταυροφόρων. Οι Βυζαντινοί, όταν το είδαν, το ονόμασαν
τζάγ(κ)ρα, από τη λέξη της παλαιάς γαλλικής chancre, που σήμαινε αρχικά «καρκίνος», δηλαδή κάβουρας, και κατέληξε να σημαίνει «δερματικό έλκος», δηλαδή «καρκίνος» με τη σημερινή έννοια. Οι στρατιώτες που χειρίζονταν τζάγρες ονομάζονταν
τζαγράτορες.
Πώς θα την ονομάσουμε εμείς σήμερα; Καταρχήν όχι σκέτα
βαλλίστρα, όπως γίνεται
εδώ, γιατί αυτό μας γυρίζει πίσω.
Μικρή βαλλίστρα,
βαλλιστρίδα, μου ακούγεται καλύτερο. Και ο στρατιώτης με τη βαλλιστρίδα
βαλλιστριδοφόρος, και στην εξέλιξη
βαλλιστροφόρος, όπως
εδώ.
Από το arbalete, arbalette, arbaleste πήραμε την αρμπαλέτα, αλλά η λέξη μου φαίνεται αρκετά ύστερη, μάλλον προς τις αρχές της Αναγέννησης. Το
αρκεμπουζοδόξαρο που ανέσυρε ο Δόκτωρ δεν είναι μία ενιαία λέξη (συνδυασμός δύο ιδιοτήτων), είναι «περιεκτική», αρκεμπούζια μαζί με δοξάρια, όπως λέμε «μαχαιροπήρουνα».
Προσωπικά μου αρέσει πολύ το
τοξοβαλλίστρα και το έχω χρησιμοποιήσει, γιατί κατά κάποιο τρόπο πάει να αντιγράψει τη δομή της λέξης cross-bow. Αλλά βρίσκω κάπως μακαρονίστικο τον παραγόμενο όρο για το χειριστή της (*τοξοβαλλιστροφόρος;).
Τελικά, όπως καταλάβατε συμφωνώ με τη λύση που δίνεται στην επικεφαλίδα.
(Τόση συζήτηση για να καταλήξουμε στην αρχή. Έτσι είμαστε εμείς οι Λεξιλόγοι, ψιλολογήματα, ψιλολογήματα και ξαναγυρνάμε στα ίδια…)