Από εδώ.κρεόσωτον (το) /Χημ./ Ελαιώδες υγρόν λαμβανόμενον διά της κλασματικής αποστάξεως της ξυλοπίσσης και ειδικώτερον της εκ του ξύλου της φηγού προερχομένης. Έχει ισχυράν οσμήν φαινικού οξέος και δριμείαν καυστικήν γεύσιν … Υπό το όνομα κρεοσώτου έλαιον έρχεται εις το εμπόριον το ακάθαρτον βαρύ λιθανθρακοπισσέλαιον, το οποίον χρησιμοποιείται προς παραλαβήν της φαινόλης και κρεσόλης, ως και διά την διατήρησιν του ξύλου. Το κρεόσωτον καλείται επίσης και σωσίκρεας. /Φαρμ./ Το κρεόσωτον παρουσιάζει εξαιρετικάς αντισηπτικάς ιδιότητας. Χρησιμεύει εις την οδοντιατρικήν ως καυτήριον και τοπικόν αναισθητικόν, επίσης ως φάρμακον κατά της φυματιώσεως των πνευμόνων. Λαμβάνεται και εσωτερικώς. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Βλ. επίσης http://en.wikipedia.org/wiki/Creosote.