dromon
New member
cookie-cutter = (επίθ.) τυποποιημένος, στερεότυπος, κν. φασόν
a cookie-cutter building or plan is exactly similar to many others of the same type (always before noun): The architects were determined that it wouldn't be just another cookie-cutter mall. | Management too often uses a cookie-cutter approach to solving problems.
(Cambridge Idioms Dictionary, 2nd ed.)
Πώς θα σας φαινόταν η μετάφραση του cookie-cutter approach ως "ισοπεδωτική μέθοδος" ή "ισοπεδωτική προσέγγιση".
Μου ταιριάζει απόλυτα σε μια μετάφραση ενός άρθρου που αναφέρεται στον τρόπο λειτουργίας των ειδικών του ΔΝΤ σε χώρες όπως η Ελλάδα. Σκέφτηκα και το "προκρούστεια" αλλά μου φάνηκε υπερβολικά βαρύ.