Ευχαριστούμε πολύ για την επισήμανση. Αν και το συγκεκριμένο
coaching δεν έχει άμεση σχέση με το αρχικό ερώτημα, έχει ωστόσο πολύ ενδιαφέρον. Καλά κάνουν και γυρεύουν έναν όρο γιατί φαίνεται να επικρατεί χάος. Βρήκα ότι κυκλοφορούν οι όροι
συμβουλευτική καθοδήγηση και σκέτα
συμβουλευτική ή
καθοδήγηση,
συμβουλευτική υποστήριξη,
εκγύμναση,
ενίσχυση, ίσως και άλλα — δίπλα πάντα στο σκέτο αγγλικό
coaching.
Το ερώτημα που αναφέρει ο Στέλιος Φραγκόπουλος και που έχει τεθεί στην κρίση των μελών της ΕΛΕΤΟ αφορά το
coaching στο πλαίσιο που το ορίζει η
ICF (International Coach Federation), ομοσπονδία που
αλλού μεταφράζεται «Διεθνής Ομοσπονδία Συμβούλων Καθοδήγησης» και
αλλού «Διεθνής Ομοσπονδία Προπονητών».
Ιδού η πληρέστατη παρουσίαση του ερωτήματος και της προτεινόμενης λύσης, όπως τη διαβάζουμε στη σελίδα του sfrang:
Ύστερα από ερωτήματα δύο κυριών (της πρώτης μέλους της ΕΛΕΤΟ και της δεύτερης μέλους της Hellenic Coaching Association) που είναι ταυτόσημα και υποβλήθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα, το ΓΕΣΥ δέχτηκε πρόταση του προέδρου του –η οποία έχει ήδη δοθεί ως απάντηση στα εν λόγω ερωτήματα– και αποφάσισε να την υποβάλει στη διαδικασία της Κρίσης Μελών. Συνοπτικά:
Τα ερωτήματα
– Ποια θα μπορούσε να είναι μία καλή απόδοση του όρου coaching στα ελληνικά; Φαίνεται ότι ακόμα και στα αγγλικά ο όρος coaching, που προέρχεται από τον αθλητισμό, δεν αποδίδει με ακρίβεια την έννοια. Το ICF (ο μεγαλύτερος σύλλογος coach διεθνώς) ορίζει το coaching ως ακολούθως:
partnering with clients in a thought-provoking and creative process that inspires them to maximize their personal and professional potential.
– Πώς μπορούμε να αποδώσουμε στα Ελληνικά τον όρο coaching και ανάλογους όρους coachee και coach; Είναι μια νέα επιστήμη στην Ελλάδα με την οποία ο coach παρέχει βοήθεια στον coachee προκειμένου ο δεύτερος να καθορίσει τους στόχους του και να βρει μόνος του τον τρόπο και τη δύναμη να τους ακολουθήσει.
Το σκεπτικό
Καταρχήν θεωρείται ότι οι αποδόσεις-δάνεια κόουτσινγκ, κοουτσάρω, κοουτσάρισμα κτλ. δεν πρέπει να μας απασχολήσουν ούτε στο ελάχιστο ως υποψήφιες ελληνικές αποδόσεις. Εδώ πρόκειται για διαθεματικό δανεισμό της αγγλικής των όρων coach, coaching, coacher, coachee από την αθλητική ορολογία, όπου στα ελληνικά έχουν ήδη καθιερωθεί οι όροι προπονώ, προπόνηση, προπονητική, προπονητής.
Ύστερα, κρίνεται ότι πρέπει να καθιερωθεί ειδικός ελληνικός όρος, που να μην συγχέεται με τον αθλητικό. Η έννοια "coaching" όπως την ορίζει η International Coach Federation (δηλαδή: partnering with clients in a thought-provoking and creative process that inspires them to maximize their personal and professional potential) έχει τα βασικά χαρακτηριστικά της αθλητικής έννοιας, εκτός από εκείνο της προ-ετοιμασίας (για αγώνα/αγώνες) η οποία, στους ελληνικούς όρους, δηλώνεται με την πρόθεση προ-.
Ο ορισμός της ICF λέει, λοιπόν, ότι το coaching είναι «εταιρισμός (στενή σχέση εταίρου/συνεργάτη) με τους πελάτες με τη μορφή δημιουργικής διεργασίας που παρακινεί τη σκέψη τους και τους εμπνέει ώστε να μεγιστοποιήσουν τις προσωπικές και επαγγελματικές δυνάμεις/προοπτικές τους». Είναι στενή συνεργασία, με καθοδηγητικό ρόλο, με παροχή πρακτικά εφαρμόσιμων οδηγιών που διεγείρει, εξασκεί και εκγυμνάζει τη σκέψη οδηγώντας στην παραγωγή ιδεών, στην επίλυση προβλημάτων, στη ανάπτυξη ή βελτίωση προοπτικών κτλ.
Στη δεξαμενή της ελληνικής γλώσσας όπως την παρέχει στο Μεγάλο Λεξικό του ο Δ. Δημητράκος, αναζητήθηκαν ως υποψήφιοι όροι ρήματα και παράγωγα ρημάτων όπως: παιδεύω, παιδαγωγώ, ασκώ, άγω, οδηγώ, βοηθώ και πονώ ή σύνθετα των ρημάτων αυτών καταρχήν με την πρόθεση συν- (ως φορέα της έννοιας του εταιρισμού) και ύστερα με την πρόθεση δια- (ως φορέα της έννοιας της προσπάθειας, της διάρκειας, της διεξαγωγής και της διεκπεραίωσης). Σε αυτήν την λεξικογραφική και εννοιοσκοπική αναζήτηση συναντήθηκε και το ρήμα διαπονώ με πρώτη σημασία: επεξεργάζομαι επιμελώς, δεύτερη σημασία: παρακολουθώ μετά ζήλου και τρίτη σημασία: εξασκώ, γυμνάζω.
Η πρόταση
coach (ρήμα) -> διαπονώ (μεταβατικό όπως το προπονώ)
coaching (ενέργεια του ρήματος, γερούνδιο) -> διαπόνηση
coaching (ουσιαστικό για το αντικείμενο, πεδίο, κλάδο ή τομέα) -> διαπονητική
coach(er) (ουσιαστικό που σημαίνει τον ενεργούντα) -> διαπονητής
coachee (ουσιαστικό που σημαίνει τον υφιστάμενο την ενέργεια) -> διαπονούμενος
International Coach Federation -> Διεθνής Ομοσπονδία Διαπονητών ή Διεθνής Ομοσπονδία Διαπονητικής
Μια προσωπική προσέγγιση:
Στην αγγλική το ουσιαστικό
coach (
1850 F. Smedley F. Fairlegh xxix. 251 Besides the regular college tutor, I secured the assistance of what, in the slang of the day, we irreverently termed ‘a coach’) και το ρήμα
coach (
1849 Thackeray Pendennis iii, He's coaching me and some other men for the little go), όπως έγραψα και πιο πάνω, πρωτοχρησιμοποιήθηκαν για τον
προγυμναστή (ρ.
προγυμνάζω) και στη συνέχεια επεκτάθηκαν στον αθλητικό
προπονητή (ρ.
προπονώ), αλλά το βλέπουμε σήμερα να χρησιμοποιείται π.χ. και στην περίπτωση που δασκαλεύουμε έναν μάρτυρα τι θα πει στο δικαστήριο.
Στη Wikipedia υπάρχει ο όρος-ομπρέλα
coaching, με το
life coaching και το
sports coaching να είναι δύο από 9 (αυτή τη στιγμή) κατηγορίες. Γράφει εκεί:
Coaching is a method of directing, instructing and training a person or group of people, with the aim to achieve some goal or develop specific skills. There are many ways to coach, types of coaching and methods to coaching. Sessions are typically one-on-one either in-person or over the telephone. Direction may include motivational speaking. Training may include seminars, workshops, and supervised practice.
[…]
It is important to appreciate the differences between instructing, coaching and mentoring. Instructing deals largely with the dissemination of knowledge. Coaching deals primarily with skill building, whereas a mentor is one who helps shape the outlook or attitude of the individual.
[…]
Coaching [is] none of these – it is identifying the skills and capabilities that are within the person, and enabling them to use them to the best of their ability – and by that increasing the independence within the individual, and reducing reliance.
Ποιο είναι το ζητούμενο λοιπόν; Ένας όρος που θα καλύψει τις ανάγκες του Hellenic Coaching Association; Ή ένας όρος-ομπρέλα που θα καλύπτει ικανοποιητικά τις πολλαπλές καθημερινές σημασίες του
coach και τις ακόμα περισσότερες χρήσεις που βρίσκουμε στο άρθρο της Wikipedia;
Να νεκραναστήσουμε μια λέξη που δεν σημαίνει τίποτα σε κανέναν; Ή να προσπαθήσουμε να διευρύνουμε μια ήδη υφιστάμενη χρήση;
Εμένα μου αρέσουν και ο
προγυμναστής και ο
εκγυμναστής και ο
προπονητής, αλλά ας αφήσουμε τον
εκγυμναστή για το
trainer. Ο φροντιστής και ο δάσκαλος των ιδιαίτερων μαθημάτων παραμένει
προγυμναστής κι ας μη λέγεται έτσι σήμερα. Ο προπονητής μπορεί να μείνει προπονητής, αλλά σαν συνώνυμό του ο
προγυμναστής δεν θα ξένιζε κανέναν.
Και σε όλες τις άλλες διαδικασίες οι προγυμναστές μπορούν να αναλαμβάνουν την προγύμναση των προγυμναζομένων, και ας ονομάσουν την ομοσπονδία
Διεθνή Ομοσπονδία Προγυμναστών Ζωής. Ή:
Οι προπονητές μπορούν να αναλαμβάνουν την προπόνηση των προπονουμένων και ας ονομάσουν την ομοσπονδία
Διεθνή Ομοσπονδία Προπονητών Ζωής.
Είναι πιθανό να θεωρήσει κανείς ότι οι προγυμναστές προετοιμάζουν μαθητές και οι προπονητές αθλητές; Βεβαίως, αλλά την ίδια πιθανότητα παρεξήγησης περιέχει ο αγγλικός όρος. Καλύτερα να πείσεις τον κόσμο για την ευρύτερη σημασία του προπονητή (βλέπε και τον
προπονητή ζωής που ήδη χρησιμοποιούν κάποιοι) παρά να προσπαθήσεις να επιβάλεις τον
διαπονητή. Πού ακριβώς σταματάμε την οροπαραγωγή όταν ο Αγγλοσάξονας βολεύεται με μία λέξη;