Πολύ ωραία τα έβαλε ο Νίκελ στη σειρά, καθαρά και λιτά, ώστε να μη χωρεί περαιτέρω συζήτηση. Αλλά επειδή κι ο Γεννάδιος τα λέει ωραία και παραστατικά, επιστρέψτε μου να κλείσουμε το νήμα με λίγη αύρα παλαιική.
Κιχώριον
Κιχώριον (Cichorium), γένος περιλαμβάνον φυτά ποώδη (ετήσια και πολυετή), λαχανευόμενα, λαχανικά, φαρμακευτικά και άλλως χρήσιμα. Είδη της ελληνικής χλωρίδος, τα και αλλαχού απαντώντα, είναι τα εξής τρία:
α) Κιχώριον το ακανθώδες (Cichorium spinosum), πολυετές, ακανθώδες, απαντών ιδίως εις τα παράλια, διό και ονομάζεται κοινώς Ραδίκι της θάλασσας, γνωστόν δε και υπό τα ονόματα Σταμνάγκαθο και Ραδικοστοιβάδα (εν Κρήτη)· οι τρυφεροί βλαστοί του λαχανεύονται.
(β) Κιχώριον το εντενές (Cichorium divaricatum ή pumilum), το κοινώς γνωστότατον Ραδίκι, Ραδίκι άγριο ή Πικραλίδα· ετήσιον, κοινότατον πολλαχού της Ελλάδος, συνηθέστατα λαχανευόμενον, ενίοτε δε και καλλιεργούμενον.
(γ) Κιχώριον το εντετμημένον (Cichorium intybus), πολυετές, λαχανευόμενον, απαντών ιδίως εν Θεσσαλία, κοινότατον πολλαχού της λοιπής Ευρώπης (γαλλιστί Chicorée sauvage, αγγλιστί Chicory, τουρκιστί Χιντιπά), κοινώς δε γνωστόν υπό τα ονόματα Ραδίκι, Πικραλίδα, Πίκρα, Πικρομάρουλο, Παπαδουλιά (εν Λήμνω) και ενιαχού Κιχώρι. Καλλιεργείται πολλαχού εκτενώς ιδίως διά τας ρίζας του, αι οποίαι είναι φαρμακευτικαί (φρμ. Κιχωρίου ρίζα, Radix Cichorii) και χρησιμοποιούνται κατά μεγάλα ποσά προς νόθευσιν ή αντικατάστασιν του καφέ (γαλλιστί Café de chicorée), ιδίως εν Γαλλία, Βελγίω, Ολλανδία, Γερμανία και Αυστρία. Το φυτόν τούτο καλλιεργείται και ως λαχανικόν υπό πολλάς δε διαφοράς [= εννοεί παραλλαγές· έτσι και παρακάτω] (γαλλιστί Chicorée sauvage à grosse racine, Chicorée à grosse racine de Bruxelles, Chicorée sauvage ameliorée, Chicorée sauvage ameliorée panachée, Chicorée sauvage ameliorée frisée και άλλα). «Βιαζομένης τον χειμώνα της βλαστήσεώς του υπό σκιάν, επιτυγχάνεται το λίαν εκτιμώμενον λαχανικόν Barbe du capuchin».
Τέταρτον είδος, απαντών μόνον καλλιεργούμενον υπό πλείστας διαφοράς, είναι το Κιχώριον το Αντίδιον ή Εντύβιον (Cichorium endivia), είδος ετήσιον ή διετές. Είναι δε το Αντίδιον από πολλού γνωστόν και καλλιεργείται ως λαχανικόν εις πάσας τας παραμεσογείους χώρας. Απασών των διαφορών του τα φύλλα είναι ούλα [= κατσαρωτά], αλλά των μεν ακέραια (αι γαλλιστί Scarioles), των δε πολυσχιδή (αι γαλλιστί Endives)· εκ των εχουσών πολυσχιδή φύλλα είναι και η παρ’ ημίν συνήθως καλλιεργουμένη διαφορά η γνωστή υπό το όνομα Αντίδι, εν δε τη Κύπρω Σαλάτα.
Ταράξακος
Ταράξακος (Taraxacum), γένος περιλαμβάνον περί τα δέκα είδη ιθαγενή της Ευρώπης, της Ασίας και της Βορείου Αφρικής, φυτά ποώδη πολυετή. Είδη της ελληνικής χλωρίδος πέντε, εν οις και το Ταράξακον το γυμνανθές (Taraxacum gymnantheum), η παρά Θεοφράστω Απάπη, (...) και το Ταράξακον το φαρμακευτικόν (Taraxacum officinale ή Taraxacum dens leonis ή Taraxacum leontodon, γαλλιστί Pissenlit ή Dent-de-lion, αγγλιστί Dandelion, τουρκιστί Καραχιντιπά), αμφότερα φαρμακευτικά και λαχανευόμενα.
Έχω αφαιρέσει μερικά και επεξεργαστεί τα υπόλοιπα.