metafrasi banner

cairn

umbrellas

New member
Γεια σας,

Χρησιμοποιώ για πρώτη φορά το φόρουμ για τη διευκρίνηση μιας λέξης. Πώς μπορούμε να αποδώσουμε μονολεκτικά σε απλά ελληνικά τη λέξη cairn (=σωρός από πέτρες που βρίσκονται σε κορυφές βουνών σαν ορόσημο ή σαν αναμνηστικό μνημείο). Έχει σκωτσέζικη προέλευση. Το δικό μου cairn οριοθετεί ένα αγρόκτημα στη Σκωτία.
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Καλώς όρισες!
Σύμφωνα με τη Magenta, λέγεται ερμή και πέτρινος τύμβος. Για το πρώτο δεν έχω άλλες πληροφορίες, επειδή πρώτη φορά το ακούω.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Καλώς όρισες κι από μένα.

Για τις ερμές θα διαφωνήσω (έχουμε και σχετική συζήτηση εδώ).

Έχω άλλες δύο προτάσεις, το λιθοσωρό και την πυραμίδα (τσιμεντένιες πυραμίδες ορίζουν π.χ. τη συνοριακές γραμμές της Ελλάδας). Εδώ ένας χάρτης διαδρομής στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα που δείχνει τη θέση των πυραμίδων.

Όμως τα cairn είναι τόσο τυπικά κελτικά/σκοτσέζικα, που νομίζω ότι το κείμενό σου θα χάσει αν δεν τα πεις κερν με μια επεξήγηση σε παρένθεση.
 

daeman

Administrator
Staff member
Καλωσόρισες, umbrellas.

Για τα cairn, μάλλον θα συμφωνήσω με τον δόκτορα· είναι τόσο χαρακτηριστικό κελτικό ορόσημο που ως αναγνώστης θα ήθελα να το μάθω, αν δεν το ήξερα.


The Cairn at Iona




Abigail Adams Cairn
 
Last edited:

Cadmian

New member
Και εγώ ως λιθοσωρό το ξέρω.

Παραθέτω τον ορισμό από το λεξικό αρχαιολογικών και περιβαλλοντικών όρων της Λ. Καραλή:

Cairn (γεωλ., κοιν.)(= σωρός λίθων) Σωρός λίθων που δημιουργείται από την εκκαθάριση ενός αγρού για καλλιέργεια (clearance cairns) ή για την κάλυψη τάφων και ταφικών θαλάμων (funerary cairns) (Καραλή, 1998:70).

Και υπάρχει βέβαια και η επιλογή να το αφήσεις ως κερν, αλλά εμένα μου αρέσει περισσότερο ο λιθοσωρός.
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Για τις ερμές θα διαφωνήσω (έχουμε και σχετική συζήτηση εδώ).

Όμως τα cairn είναι τόσο τυπικά κελτικά/σκοτσέζικα, που νομίζω ότι το κείμενό σου θα χάσει αν δεν τα πεις κερν με μια επεξήγηση σε παρένθεση.
Καλά κάνεις και διαφωνείς, απλώς μου κάνει εντύπωση πώς βρέθηκε στη Magenta. Κι εμένα μου έκανε εντύπωση, γι' αυτό είπα ότι πρώτη φορά το ακούω (με αυτή την έννοια, εννοείται).

Αλλά συμφωνώ με το κερν, και μέσα σε παρένθεση σύντομη επεξήγηση.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Ίσως βρέθηκε στη Magenta επειδή οι ερμές (πιστεύεται ότι) αποτελούν εξέλιξη και μακρινό απόγονο πρωτόγονων λιθοσωρών-οδοδεικτών.
 

nickel

Administrator
Staff member
(Καλώς τον/την.)

Το αμετάφραστο είναι για κάποια κείμενα που διατηρούν ατόφιες τις ντόπιες λέξεις για γεωγραφικά και γεωλογικά γνωρίσματα που συνδέονται με συγκεκριμένους τόπους. Σε λογοτεχνία, λιθοσωρός, μια χαρά.

Με την ευκαιρία, μια κι έχουμε τον σύντεκνο στο νήμα:
τρόχαλος

Για τον Ερμή < έρμα, «σωρός λίθων», επειδή ο σωρός των λίθων οι οποίοι συγκεντρώνονταν πάνω από τους τάφους, εθεωρείτο σύμβολο τού ψυχοπομπού Ερμή. (ΛΝΕΓ)
 

umbrellas

New member
Ευχαριστώ όλους για τη συνδρομή σας,

Ψηφίζω το λιθοσωρό για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Το αμετάφραστο κερν μου αρέσει ως ιδέα αλλά επειδή πρόκειται για παιδικό ανάγνωσμα νομίζω πως δεν ενδείκνυται.

Και, για να προσθέσω κι εγώ κάτι σ' αυτήν την αναζήτηση υπάρχει και η λέξη κούκος που αναφέρεται στους μικρούς λιθοσωρούς που σηματοδοτούν τα μονοπάτια των ελληνικών βουνών (τάδε έφη φίλος μου ορειβάτης και επιβεβαιώθηκε σε αναζήτηση στο διαδίκτυο).

Καλό σας απόγευμα
 

pidyo

New member
Η χρήση λιθοσωρών για τη σήμανση τάφων (ή την κατασκευή περιμέτρου ενός ταφικού λάκκου) είναι πολύ συχνό φαινόμενο και στον ελλαδικό χώρο. Δεν ξέρω τη χρήση του τρόχαλου στην Κρήτη που καταγράφεται στο slang.gr, πάντως τρόχαλα (πληθ. ουδ.) κανονικά είναι οι κροκάλες, πέτρες λειασμένες από το θαλασσινό ή ποταμίσιο νερό, ή τουλάχιστον έτσι χρησιμοποιούν τον όρο οι αρχαιολόγοι (προφανώς επειδή αυτή είναι η αρχαία χρήση, όπως έμαθα από τη σημ. 3 εδώ)
 

nickel

Administrator
Staff member
Για να μην μπερδεύουμε τις δύο λέξεις, αντιγράφω από το ΛΝΕΓ:

τρόχαλο (το) το χαλίκι. [ΕΤΥΜ Ουδ. τού τρόχαλος (βλ.λ.) κατ' επίδραση τού ομόρριζου μτγν. τρόχμαλος «πέτρα που κυλάει, χαλίκι» < *τρόχ-μος < αρχ. τρέχω + παραγ. επίθημα -μος].
τρόχαλος (ο) (λαϊκ.) 1. σωρός από πέτρες 2. τοίχος από ξερολιθιά. [ΕΤΥΜ < αρχ. επίθ. τροχαλός «αυτός που τρέχει - στρογγυλός» < τροχ- (< τρέχω) + παραγ. επίθημα -αλός (πβ. κ. ομ-αλός)].
 

pidyo

New member
Για να μην μπερδεύουμε τις δύο λέξεις, αντιγράφω από το ΛΝΕΓ:

τρόχαλο (το) το χαλίκι. [ΕΤΥΜ Ουδ. τού τρόχαλος (βλ.λ.) κατ' επίδραση τού ομόρριζου μτγν. τρόχμαλος «πέτρα που κυλάει, χαλίκι» < *τρόχ-μος < αρχ. τρέχω + παραγ. επίθημα -μος].
τρόχαλος (ο) (λαϊκ.) 1. σωρός από πέτρες 2. τοίχος από ξερολιθιά. [ΕΤΥΜ < αρχ. επίθ. τροχαλός «αυτός που τρέχει - στρογγυλός» < τροχ- (< τρέχω) + παραγ. επίθημα -αλός (πβ. κ. ομ-αλός)].

Ουπς. Δεν ήξερα, δεν ρώταγα;

Ευχαριστώ.
 

daeman

Administrator
Staff member
[...]
τρόχαλο (το) το χαλίκι. [ΕΤΥΜ Ουδ. τού τρόχαλος (βλ.λ.) κατ' επίδραση τού ομόρριζου μτγν. τρόχμαλος «πέτρα που κυλάει, χαλίκι» < *τρόχ-μος < αρχ. τρέχω + παραγ. επίθημα -μος].
[...]

Δηλαδή θα μπορούσαμε να πούμε ότι Rolling Stones=Τρόχμαλοι;
Κι ο μπαμπάς (ή κατ' άλλους ο Πάπας) ήταν τρόχμαλος; :p

Θενκς, π2 και Νίκελ· τον τρόχαλο τον ήξερα, το τρόχαλο σήμερα το έμαθα.
 
Top