Στο Διαδίκτυο θα βρείτε σήμερα ένα κακωδύλιο και δύο *κακοδύλια — και το ωραίο είναι ότι η ίδια πηγή, η LivePedia.gr, λημματογραφεί κακωδύλιο, αλλά στο λήμμα Μπούνσεν γράφει *κακοδύλιο.
Στο κακωδυλικός τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα: τα *κακοδυλικό/-ού είναι εικοσαπλάσια των ορθών κακωδυλικό/-ού (κι εδώ, πάλι, υπάρχει ένας που τηρεί σολομώντειο στάση, εμφανίζοντας και τις δύο γραφές: το Ευρετήριο Δασμολογικής Κατάταξης Εμπορευμάτων που χρησιμοποιούν τα Τελωνεία μας). Στα λάθη και ιστοσελίδες από ΕΜΠ, ΑΠΘ, ΓΠΑ, iatrolexi, mednet.
Η ονομασία κακωδύλιο της τετραμεθυλοδιαρσίνης με χημικό τύπο (CH3)2As—As(CH3)2 είναι ελληνογενής ξενικός όρος (αγγλ. cacodyl, γαλλ. cacodyle), από το «κακώδης ύλη». Η λέξη κακώδης είναι συνώνυμη της λέξεως δυσώδης. Ο κακώδης προέρχεται από το κακ(ή) + οδ(μή) + ης [όπου οδμή>οσμή στα ελληνικά, αλλά έδωσε το λατ. odor — προέρχεται από το όζω που είναι όδjω], και το οδ- με έκταση εν συνθέσει γίνεται -ωδ- (που το συναντούμε σήμερα στα ευώδης, δυσώδης, μυρώδης και στα παράγωγά τους — παράγωγα που δεν εξαντλούνται στην ευωδιά, τη δυσωδία και τη μυρωδιά, αλλά ακόμη ακόμη και στο παραγωγικότατο επίθημα -ώδης, λέξεων όπως στοιχειώδης και τόσων άλλων, το οποίο σε αυτήν τη μνημειώδη λεξούλα, την οσμή και το όζω, ανάγεται].
Το γεγονός όμως ότι οι ξένοι δεν έχουν ωμέγα ή τελοσπάντων δεν έχουν τρόπο να το δηλώσουν, σε συνδυασμό με τη λήθη στην οποία έχει παραδοθεί ο κακώδης, παρασύρει τους περισσότερους και γράφουν τη λέξη λανθασμένα, με όμικρον. Αλλά, εφόσον είναι γνωστή και δεδομένη η ελληνογενής ετυμολογία της λέξης, και ακολουθώντας τον κανόνα που υπαγορεύει να τη μεταφέρουμε και στην ελληνική γραφή (κατά το σχήμα azote = άζωτο, όχι *άζοτο, αφού ζωή), γράφουμε κακωδύλιο και κακωδυλικός, κακωδυλική, κακωδυλικό.
Στο κακωδυλικός τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα: τα *κακοδυλικό/-ού είναι εικοσαπλάσια των ορθών κακωδυλικό/-ού (κι εδώ, πάλι, υπάρχει ένας που τηρεί σολομώντειο στάση, εμφανίζοντας και τις δύο γραφές: το Ευρετήριο Δασμολογικής Κατάταξης Εμπορευμάτων που χρησιμοποιούν τα Τελωνεία μας). Στα λάθη και ιστοσελίδες από ΕΜΠ, ΑΠΘ, ΓΠΑ, iatrolexi, mednet.
Η ονομασία κακωδύλιο της τετραμεθυλοδιαρσίνης με χημικό τύπο (CH3)2As—As(CH3)2 είναι ελληνογενής ξενικός όρος (αγγλ. cacodyl, γαλλ. cacodyle), από το «κακώδης ύλη». Η λέξη κακώδης είναι συνώνυμη της λέξεως δυσώδης. Ο κακώδης προέρχεται από το κακ(ή) + οδ(μή) + ης [όπου οδμή>οσμή στα ελληνικά, αλλά έδωσε το λατ. odor — προέρχεται από το όζω που είναι όδjω], και το οδ- με έκταση εν συνθέσει γίνεται -ωδ- (που το συναντούμε σήμερα στα ευώδης, δυσώδης, μυρώδης και στα παράγωγά τους — παράγωγα που δεν εξαντλούνται στην ευωδιά, τη δυσωδία και τη μυρωδιά, αλλά ακόμη ακόμη και στο παραγωγικότατο επίθημα -ώδης, λέξεων όπως στοιχειώδης και τόσων άλλων, το οποίο σε αυτήν τη μνημειώδη λεξούλα, την οσμή και το όζω, ανάγεται].
Το γεγονός όμως ότι οι ξένοι δεν έχουν ωμέγα ή τελοσπάντων δεν έχουν τρόπο να το δηλώσουν, σε συνδυασμό με τη λήθη στην οποία έχει παραδοθεί ο κακώδης, παρασύρει τους περισσότερους και γράφουν τη λέξη λανθασμένα, με όμικρον. Αλλά, εφόσον είναι γνωστή και δεδομένη η ελληνογενής ετυμολογία της λέξης, και ακολουθώντας τον κανόνα που υπαγορεύει να τη μεταφέρουμε και στην ελληνική γραφή (κατά το σχήμα azote = άζωτο, όχι *άζοτο, αφού ζωή), γράφουμε κακωδύλιο και κακωδυλικός, κακωδυλική, κακωδυλικό.