Δεν κατάλαβα για τι συγκείμενο το χρειάζεσαι, dharvatis, αλλά να καταθέσω κι εγώ την άποψή μου, η οποία συνίσταται στο να συμφωνήσω αναφανδόν με το Θέμη :). Πρώτα, ορισμοί αγγλιστί:
Weight of evidence refers to the measure of credible proof on one side of a dispute as compared with the credible proof on the other. It is the probative evidence considered by a judge or jury during a trial. The weight of evidence is based on the believability or persuasiveness of evidence. Particular evidence has different weight in inducing belief with respect to the facts and circumstances to be proved. Evidence that is indefinite, vague, or improbable will be given less weight than evidence that is direct and not refuted.
http://definitions.uslegal.com/w/weight-of-evidence/
The degree to which evidence convinces triers of fact to either accept or reject a factual assertion. Sometimes, the phrase refers to the strength of a single piece of evidence. At other times, the phrase refers to the whole set of evidence presented on an issue, such that the overall weight of the evidence can be said to favor one side or the other.
http://www.law.cornell.edu/wex/weight_of_the_evidence
Ο όρος λοιπόν αφορά την βαρύτητα που έχουν τα αποδεικτικά μέσα, η οποία συνδέεται με την αρχή της εκτίμησης των αποδείξεων, την οποία αναφέρει ο Εάριον (άρθρο 340 ΚΠολΔ). Σε νομικό κείμενο, δεν θα χρησιμοποιούσα την πρόταση του Νικ-Ελ, γιατί ο όρος δεν αφορά τον όγκο των αποδεικτικών στοιχείων αλλά το πόσο σημαντικά είναι αυτά για να υποστηριχθεί η μία ή η άλλη πλευρά. Σε γενικό συγκείμενο, δεν ξέρω - στο πρώτο παράδειγμα (
"Jaji posed a great danger to young girls and, despite the great weight of evidence against him, refused to accept his guilt and forced the victim to give evidence in court."), ας πούμε, η σύναψη χρησιμοποιείται διαφορετικά από το νομικό όρο.
Θα θεωρούσα λάθος τη σύγχυση των δύο όρων, δηλαδή τη μετάφραση του weight of evidence ως «βάρος της απόδειξης». Ο όρος
weight of evidence αναφέρεται στο πόσο σημαντικό είναι ένα αποδεικτικό στοιχείο, ενώ ο όρος
burden of proof αναφέρεται στο ποιο μέρος μιας διαφοράς, συνήθως δικαστικής, φέρει την ευθύνη να αποδείξει αυτό που ισχυρίζεται.
Για να δώσω ένα παράδειγμα: στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις υποθέσεις δυσφήμισης, το βάρος της απόδειξης το έχει ο εναγόμενος, ο οποίος θεωρείται ουσιαστικά ένοχος μέχρι απόδειξης του εναντίου. Αν ένας ηθοποιός καταθέσει αγωγή ενός περιοδικού με έδρα στο Ηνωμένο Βασίλειο με τον ισχυρισμό της δυσφήμισης, το περιοδικό είναι αυτό που υποχρεούται να αποδείξει ότι ο ηθοποιός έχει άδικο.
Στις ΗΠΑ, αντίθετα, παρόλο που και εκεί εφαρμόζεται το κοινοδίκαιο, έχουμε το εξής φαινόμενο: επειδή η ελευθερία του λόγου είναι βασικό συνταγματικό δικαίωμα των πολιτών και έχει μεγάλη σημασία στην αμερικάνικη κουλτούρα, το βάρος της απόδειξης στις υποθέσεις δυσφήμισης το έχει ο ενάγων, ο οποίος πρέπει να αποδείξει πως ο εναγόμενος ενήργησε με σκοπό να τον βλάψει. Στο παράδειγμα του περιοδικού, ο ενάγων ηθοποιός θεωρείται ότι έχει άδικο μέχρι να καταφέρει να αποδείξει το αντίθετο - μάλιστα, αν αυτό που έγραψε το περιοδικό είναι αλήθεια, ο ενάγων ηθοποιός πρέπει να αποδείξει βλάβη που οφείλεται σε δόλο, γιατί -σύμφωνα με την έρευνά μου- η δήλωση αληθούς γεγονότος δεν τιμωρείται συνήθως από τα δικαστήρια.
Και στις δύο περιπτώσεις ωστόσο, η βαρύτητα των αποδεικτικών στοιχείων (
weight of evidence) αναφέρεται στο πόσο σημαντικά είναι τα στοιχεία που υποβάλλονται: η μαρτυρία ενός προσώπου που καταθέτει βάσει γενικών αντιλήψεων δεν έχει την ίδια βαρύτητα με αυτήν ενός προσώπου που ήταν αυτόπτης μάρτυρας σε κάποιο περιστατικό, ή που είναι εμπειρογνώμων.
(Το μεταφραστικό έκτυπο υποθέτω ότι το υιοθετήσαμε από το γαλλικό όρο, που είναι αντίστοιχος:
Charge de la preuve).