Αναρωτιόμασταν τις προάλλες πότε ένας νεολογισμός παύει να είναι νεολογισμός. Υποστήριξα ότι το γεγονός ότι μια λέξη δεν έχει μπει στα λεξικά δεν σημαίνει ότι είναι νεολογισμός. Μπορώ επίσης να ισχυριστώ ότι υπάρχουν και λέξεις που θα τις χαρακτηρίζαμε νεολογισμούς, έστω κι αν έχουν μπει στα λεξικά. Μια απ’ αυτές τις λέξεις είναι, πιστεύω, το «ευπώλητο» (που έχει μπει στο ΛΝΕΓ, με ορισμό «(προϊόν) με μεγάλες πωλήσεις» — αλλά μόνο σ’ αυτό· δεν το βρίσκουμε ούτε στο νεότερο Ορθογραφικό).
Πρώτα απ’ όλα, είναι μάλλον νεκρανάσταση παρά νεολογισμός, μια και η λέξη υπήρχε από το 1833 (σύμφωνα με τη Συναγωγή του Κουμανούδη) και μπορούσε να τη βρει κανείς στον Δημητράκο, με ορισμό «ο ευκόλως πωλούμενος». (Υπάρχει επίσημος όρος για τις νεκραναστάσεις; Γιατί ο «αναλογισμός» δεν μου αρέσει, και μπορείτε να καταλάβετε γιατί. :) )
Ο Νίκος Μπακουνάκης γράφει στο Βήμα της Κυριακής 16 Ιανουαρίου 2000:
Η νέα στήλη, την οποία θα βρείτε στη σελίδα 12, ονομάζεται «Ευπώλητα»· ο νεολογισμός, που προσπαθεί να αποδώσει τον αγγλικό και καθιερωμένο best seller, προέκυψε μετά από συζήτηση με τον καθηγητή Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Γιώργο Μπαμπινιώτη. Εναλλακτικοί νεολογισμοί: «αριστοπώλητα» και «ευπωλούμενα».
Οπότε, να θεωρήσουμε ότι η παρακάτω είναι η πρώτη σύγχρονη εμφάνιση του «νεολογισμού»;
http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=3&artid=118423&dt=16/01/2000
Δεν θυμάμαι αν υπήρξαν ενστάσεις, ότι τα ευκολοπούλητα δεν είναι ακριβώς ίδια με τα βιβλία που πουλάνε περισσότερα αντίτυπα από τα άλλα. Πάντως, με αυτόν το λόγιο όρο τα ευπώλητα βιβλία ξεχωρίζουν από τις άλλες εμπορικές επιτυχίες, από τις ταινίες με εισπρακτική επιτυχία ή τις παραστάσεις που σπάνε ταμεία ή τα σουξεδιάρικα τραγούδια και τα χιτάκια. Είναι μια λέξη που μπορεί άνετα να κυκλοφορήσει μαζί με το άρωμα του χαρτιού που γητεύει τους βιβλιόφιλους, γι’ αυτό άλλωστε δεν φαίνεται να έχει βεβηλωθεί ο όρος με φτηνές συσχετίσεις του είδους «ευπώλητα αγγουράκια». Προς το παρόν, ευπώλητα είναι τα βιβλία και ευπώλητοι οι συγγραφείς που σημειώνουν υψηλές πωλήσεις.
Αμφιβάλλω, επίσης, κατά πόσο έπεσαν στο τραπέζι τα «καλοπούλητα», που δεν είναι νεολογισμός, απλώς παλιά λέξη της πιάτσας που δεν έχει μπει στα λεξικά και τη λέμε συνήθως σε ευχές με τη σημασία «να το πουλήσεις γρήγορα και σε καλή τιμή». Για να μην μπερδευόμαστε, σε φίλο που βγάζει βιβλίο θα εξακολουθήσουμε να ευχόμαστε «Άντε, και καλές πωλήσεις» — ούτε «Καλοπούλητο!» ούτε «Ευπώλητο!».
Περιττό να πω ότι δεν έχει ακόμα κατασταλάξει η αγορά στον τονισμό της γενικής του πληθυντικού. Η λέξη είναι αρχικά επίθετο και το «ευπώλητο» (εννοείται «βιβλίο») είναι ουσιαστικό. Μια και είναι λόγια λέξη, θα περιμέναμε ότι, ενώ στο επίθετο δεν κατεβαίνει ο τόνος (των ευπώλητων βιβλίων), θα κατέβαινε στο ουσιαστικό (κατάλογος ευπωλήτων). Αυτό γίνεται π.χ. με τα αυθαίρετα (νομιμοποίηση αυθαιρέτων) ή διάφορες μετοχές (π.χ. των περιεχομένων), αν και όχι πάντα (π.χ. των αυτοκόλλητων). Μάλιστα το ΛΚΝ έχει τρία κλιτικά πρότυπα για τα προπαροξύτονα ουδέτερα σε «ο»: ένα για το πρόσωπο (γεν. των προσώπων), ένα για το σίδερο (γεν. των σίδερων) και ένα για το βούτυρο (γεν. των βούτυρων ή των βουτύρων). Στην τρίτη κατηγορία ανήκουν τα ευπώλητα, γενική «κατάλογος των ευπωλήτων» ή «λίστα των ευπώλητων».
.................................................................................................................................
Ένα πρόβλημα του ΛΚΝ σε σχέση με τα κλιτικά πρότυπα: Όταν έχει ουσιαστικοποιημένο επίθετο ως υπολήμμα του επιθέτου, ξεχνά να δώσει το κλιτικό πρότυπο για το ουσιαστικό. Έτσι ο χρήστης δεν θα αντιληφθεί τη διαφορά στην κλίση ανάμεσα στο αυτοκόλλητο και το αυθαίρετο. Το Λεξικό για το σχολείο και το γραφείο είναι πιο προσεκτικό και δεν ξεχνά τα κλιτικά πρότυπα των ουσιαστικοποιημένων επιθέτων.
Πρώτα απ’ όλα, είναι μάλλον νεκρανάσταση παρά νεολογισμός, μια και η λέξη υπήρχε από το 1833 (σύμφωνα με τη Συναγωγή του Κουμανούδη) και μπορούσε να τη βρει κανείς στον Δημητράκο, με ορισμό «ο ευκόλως πωλούμενος». (Υπάρχει επίσημος όρος για τις νεκραναστάσεις; Γιατί ο «αναλογισμός» δεν μου αρέσει, και μπορείτε να καταλάβετε γιατί. :) )
Ο Νίκος Μπακουνάκης γράφει στο Βήμα της Κυριακής 16 Ιανουαρίου 2000:
Η νέα στήλη, την οποία θα βρείτε στη σελίδα 12, ονομάζεται «Ευπώλητα»· ο νεολογισμός, που προσπαθεί να αποδώσει τον αγγλικό και καθιερωμένο best seller, προέκυψε μετά από συζήτηση με τον καθηγητή Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Γιώργο Μπαμπινιώτη. Εναλλακτικοί νεολογισμοί: «αριστοπώλητα» και «ευπωλούμενα».
Οπότε, να θεωρήσουμε ότι η παρακάτω είναι η πρώτη σύγχρονη εμφάνιση του «νεολογισμού»;
http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=3&artid=118423&dt=16/01/2000
Δεν θυμάμαι αν υπήρξαν ενστάσεις, ότι τα ευκολοπούλητα δεν είναι ακριβώς ίδια με τα βιβλία που πουλάνε περισσότερα αντίτυπα από τα άλλα. Πάντως, με αυτόν το λόγιο όρο τα ευπώλητα βιβλία ξεχωρίζουν από τις άλλες εμπορικές επιτυχίες, από τις ταινίες με εισπρακτική επιτυχία ή τις παραστάσεις που σπάνε ταμεία ή τα σουξεδιάρικα τραγούδια και τα χιτάκια. Είναι μια λέξη που μπορεί άνετα να κυκλοφορήσει μαζί με το άρωμα του χαρτιού που γητεύει τους βιβλιόφιλους, γι’ αυτό άλλωστε δεν φαίνεται να έχει βεβηλωθεί ο όρος με φτηνές συσχετίσεις του είδους «ευπώλητα αγγουράκια». Προς το παρόν, ευπώλητα είναι τα βιβλία και ευπώλητοι οι συγγραφείς που σημειώνουν υψηλές πωλήσεις.
Αμφιβάλλω, επίσης, κατά πόσο έπεσαν στο τραπέζι τα «καλοπούλητα», που δεν είναι νεολογισμός, απλώς παλιά λέξη της πιάτσας που δεν έχει μπει στα λεξικά και τη λέμε συνήθως σε ευχές με τη σημασία «να το πουλήσεις γρήγορα και σε καλή τιμή». Για να μην μπερδευόμαστε, σε φίλο που βγάζει βιβλίο θα εξακολουθήσουμε να ευχόμαστε «Άντε, και καλές πωλήσεις» — ούτε «Καλοπούλητο!» ούτε «Ευπώλητο!».
Περιττό να πω ότι δεν έχει ακόμα κατασταλάξει η αγορά στον τονισμό της γενικής του πληθυντικού. Η λέξη είναι αρχικά επίθετο και το «ευπώλητο» (εννοείται «βιβλίο») είναι ουσιαστικό. Μια και είναι λόγια λέξη, θα περιμέναμε ότι, ενώ στο επίθετο δεν κατεβαίνει ο τόνος (των ευπώλητων βιβλίων), θα κατέβαινε στο ουσιαστικό (κατάλογος ευπωλήτων). Αυτό γίνεται π.χ. με τα αυθαίρετα (νομιμοποίηση αυθαιρέτων) ή διάφορες μετοχές (π.χ. των περιεχομένων), αν και όχι πάντα (π.χ. των αυτοκόλλητων). Μάλιστα το ΛΚΝ έχει τρία κλιτικά πρότυπα για τα προπαροξύτονα ουδέτερα σε «ο»: ένα για το πρόσωπο (γεν. των προσώπων), ένα για το σίδερο (γεν. των σίδερων) και ένα για το βούτυρο (γεν. των βούτυρων ή των βουτύρων). Στην τρίτη κατηγορία ανήκουν τα ευπώλητα, γενική «κατάλογος των ευπωλήτων» ή «λίστα των ευπώλητων».
.................................................................................................................................
Ένα πρόβλημα του ΛΚΝ σε σχέση με τα κλιτικά πρότυπα: Όταν έχει ουσιαστικοποιημένο επίθετο ως υπολήμμα του επιθέτου, ξεχνά να δώσει το κλιτικό πρότυπο για το ουσιαστικό. Έτσι ο χρήστης δεν θα αντιληφθεί τη διαφορά στην κλίση ανάμεσα στο αυτοκόλλητο και το αυθαίρετο. Το Λεξικό για το σχολείο και το γραφείο είναι πιο προσεκτικό και δεν ξεχνά τα κλιτικά πρότυπα των ουσιαστικοποιημένων επιθέτων.