Το συνήθως έγκυρο γερμανοελληνικό διαδικτυακό λεξικό PONS αποδίδει τον γερμανικό όρο Bestechungsgeld (κατά λέξη «δωροδοκίας χρήμα») με τον όρο δωροδόκημα.
Το δωροδόκημα (με την έννοια του δώρου μέσω του οποίου γίνεται η δωροδοκία/δωροληψία) είναι σπάνια λέξη της αρχαίας ελληνικής. Σε μερικά από τα νεοελληνικά λεξικά που την αναζήτησα, ο επίτομος Δημητράκος το ερμηνεύει με δύο έννοιες: (1) ΑΝ το προς δωροδοκίαν λαμβανόμενο δώρον και (2) η δια δώρων διαφθορά. Τα ίδια δίνει και η LivePedia: (1) ό,τι δίνει κανείς για να δωροδοκήσει ή δέχεται για να δωροδοκηθεί, (2) η δωροδοκία.
Πού είναι το πρόβλημα, λοιπόν;
Το πρόβλημα βρίσκεται στο ότι το μεν ΛΝΕΓ (έκδ. Β. 2006) περιορίζει τη χρήση στην αρχαία γλώσσα αναφέρει: δωροδόκημα (το) [αρχ.] {δωροδοκήμ-ατος | -ατα, -άτων} οτιδήποτε δίνεται ως δώρο σε δωροδοκία, το δε ΛΚΝ το ερμηνεύει πια μόνο ως: το αποτέλεσμα του δωροδοκώ. [λόγ. < αρχ. δωροδόκημα]. Όσο για το Χρηστικό της Ακαδημίας, ούτε καν περιλαμβάνει τέτοιο λήμμα.
Επομένως, οι απορίες μου είναι:
(α) Χρησιμοποιείται ο όρος δωροδόκημα με την έννοια του δώρου σε νομικό περιβάλλον; Αν ναι, προφανώς κατοχυρώνεται.
(β) Αν η απάντηση στο (α) είναι όχι, με άλλα λόγια αν ο όρος δεν χρησιμοποιείται στη νομική ορολογία, θεωρείτε χρήσιμη την ανάσταση της αρχαίας έννοιας, που έτσι κι αλλιώς μαρτυρείται μόνο μια φορά και ίσως μάλιστα ποιητική αδεία για την τρέχουσα λόγια χρήση;
Με άλλα λόγια: τελικά, θεωρείτε σωστή ή λάθος την απόδοση του γερμανικού όρου από το καλό λεξικό ή θα ήταν προτιμότερη μια περίφραση (δώρο με το οποίο γίνεται δωροδοκία);
Το δωροδόκημα (με την έννοια του δώρου μέσω του οποίου γίνεται η δωροδοκία/δωροληψία) είναι σπάνια λέξη της αρχαίας ελληνικής. Σε μερικά από τα νεοελληνικά λεξικά που την αναζήτησα, ο επίτομος Δημητράκος το ερμηνεύει με δύο έννοιες: (1) ΑΝ το προς δωροδοκίαν λαμβανόμενο δώρον και (2) η δια δώρων διαφθορά. Τα ίδια δίνει και η LivePedia: (1) ό,τι δίνει κανείς για να δωροδοκήσει ή δέχεται για να δωροδοκηθεί, (2) η δωροδοκία.
Πού είναι το πρόβλημα, λοιπόν;
Το πρόβλημα βρίσκεται στο ότι το μεν ΛΝΕΓ (έκδ. Β. 2006)
Επομένως, οι απορίες μου είναι:
(α) Χρησιμοποιείται ο όρος δωροδόκημα με την έννοια του δώρου σε νομικό περιβάλλον; Αν ναι, προφανώς κατοχυρώνεται.
(β) Αν η απάντηση στο (α) είναι όχι, με άλλα λόγια αν ο όρος δεν χρησιμοποιείται στη νομική ορολογία, θεωρείτε χρήσιμη την ανάσταση της αρχαίας έννοιας, που έτσι κι αλλιώς μαρτυρείται μόνο μια φορά και ίσως μάλιστα ποιητική αδεία για την τρέχουσα λόγια χρήση;
Με άλλα λόγια: τελικά, θεωρείτε σωστή ή λάθος την απόδοση του γερμανικού όρου από το καλό λεξικό ή θα ήταν προτιμότερη μια περίφραση (δώρο με το οποίο γίνεται δωροδοκία);