Όντως, Δαεμάνε, στα βυζαντινά λουτρά περίχυναν τους λουόμενους, όχι τις πέτρες. Ακόμη περισσότερο, η αρχή λειτουργίας του ρωμαϊκού/βυζαντινού λουτρού διέφερε από αυτή της σάουνας. Στο πρώτο η θερμότητα πήγαζε από ένα ολόκληρο σύστημα υπόκαυστων, που διαχεόταν μέσα από τους τοίχους, ενώ στη δεύτερη οι πυρακτωμένες πέτρες δημιουργούν ένα συγκεκριμένο σημείο, μια εστία. Το πρώτο είναι προϊόν της ελληνιστικής τεχνολογίας, το δεύτερο βορειότερης (
νορδικής θα λέγαμε για παιχνίδι).
Φαίδων Κουκουλές. Βυζαντινών βίος και πολιτισμός. Τόμ. 4.
Το κυρίως λουτρόν κατά τους Βυζαντινούς χρόνους εγίνετο εις το θερμόν, όπου εγίνετο η αφίδρωσις, η επίτριψις, η είσοδος εις την εμβατήν του θερμού ύδατος και κατόπιν η περίχυσις (σ. 450).
(εμβατή, έμβασις και πύελος = η μπανιέρα, ατομική αλλά και ομαδική, δεξαμενή δηλαδή).
[Εισερχόμενός] τις εις την εμβατήν, εις ήν υπήρχε συγκεκερασμένον ύδωρ … ο υπάλληλος τον παράχυνε, επήντλει δήλα δη κατά της κεφαλής και του σώματός του διά καδίου χλιαρόν ύδωρ.* (σ. 452-53).
*σημ. 3. Η επάντλησις αυτή εδηλούτο διά του ρήματος παραχύνειν, ή περιχύνειν, ή περιχέειν. Νυν δε το περιχύνω επί της επαντλήσεως ταύτης συνηθέστατον.
Όλα αυτά όμως δεν μας πάνε μακριά. Μια δραστηριότητα άγνωστη στα καθ’ ημάς δεν είναι εύκολο να έχει μονολεκτική περιγραφή.
Και εδώ θα μπορούσα να σταματήσω. Αλλά μου γεννήθηκε συνειρμικά η απορία αν υπάρχει στο λεξιλόγιο της ελληνικής λέξη που να περιγράφει την έντονη έκλυση θερμότητας, με τρόπο που βλέπουμε να συμβαίνει στη σάουνα. Εννοώ δηλαδή κάτι εναργέστερο από το «εκλύω», «αναδίδω» θερμότητα.
Όταν η Αλεξάνδρα ζήτησε ελληνική απόδοση του fireball, ο Ζάζουλας θυμήθηκε με δισταγμό τη λέξη
λόχη, την οποία βρίσκω να συσχετίζεται με τα χαμάμ:
Κάθε χαμάμ είχε τρεις θαλάμους. Στον πρώτο, το δροσερότερο, έμπαινες για να συνηθίσεις στη ζέστη. Στο δεύτερο που ήταν ζεστός αρκετά, έμπαινες και περίμενες ώσπου να ιδρώσεις. Κι όταν πια έτρεχε ο ιδρώτας από όλο το σώμα σου και από τις βλεφαρίδες, περνούσες στον τρίτο (φωτιά και λόχη) θάλαμο, που ήταν ο τρίτος κύκλος της κόλασης —κανένα παιδί δεν τον ήθελε.
Ο Δημητράκος έχει τη λέξη:
λόχη (μτγν, μσν κ. δημ.) φλοξ, γλώσσα πυρός (με παραδείγματα από την
Ερωφίλη και τον
Ερωτόκριτο), θερμότης της πυράς ή του ηλίου.
Και ρήμα
λοχεύω, σημ. 7: παράγω, αποδίδω (ιδίως για έδαφος από το οποίο εξάγεται μάρμαρο).
Σε κρητική μαντινάδα βρίσκω:
Άχι ντουμάνι και φωθιά, άχι φωθιά και λόχη,
το πράμα να θωρεί κανείς κι ύστερα να μην τό ’χει.
και στην εφημερίδα
Δημοκράτης της Μυτιλήνης (23.7. 2009):
άνοιξε το καπάκι του φούρνου του και η λόχη του έκανε … κατά πρόσωπο επίθεση.
Αφού λοιπόν υπάρχει ουσιαστικό, ερεύνησα μήπως υπάρχει αντίστοιχο ρήμα.
Το Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας έχει λήμμα:
απολαχάζω (Πόντος), απολαχαίνω (Θήρα, Κρήτη, Πάρος), απολουχαίνω (Χίος) κ.ά. 1) Επί φαγητού, αποβάλλω την λόχην, την φλόγα, την θερμότητα, αποψύχομαι ολίγον – 2) μετφρ. Επί τραύματος, αποστήματος κττ., αποβάλλω την φλόγωσιν (Κερασούντα).
Το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος αποδίδεται με το ουσιαστικό
απολόχασμα.
Σε
γλωσσάρι που βρίσκεται ακέφαλο στο Διαδίκτυο, αλλά που πάντως είναι προφανές ότι προέρχεται από το βιβλίο του Γιώργου Αλβανού
Το χωριό μου Βασιλικά Λέσβου (2008), βρίσκω:
ξηλουχίζου (και ξηλουχώ) ρ. αμετ. : < ξε (εκ)-λοχ-ίζω < λόχη (φλόγα ): βγάζω, πετώ φλόγες : «μη ρίχν’ς άλλα ξύλα! ξυλόχ’ση η φουτιά!
Με βάση όλα αυτά νομίζω ότι δεν είναι βεβιασμένο το συμπέρασμα ότι θα πρέπει να υπάρχει (να υπήρξε;) και ρήμα
λαχάζω,
λαχαίνω με την έννοια «εκλύω φλόγα και έντονη θερμότητα». Αμετάβατο καταρχήν· αλλά που θα μπορούσε να γίνει και μεταβατικό.
Το σημειώνω για όποιον νοιώσει στο μέλλον να κυριεύεται από μιαν απελπισμένη επιθυμία γλωσσοπλασίας· θα μπορούσε να πει ότι οι πέτρες στη σάουνα
λαχάζουν.
Αλλά, Δαεμάνε, δεν είσαι ο πρώτος στην ιστορία που συνδύασες σάουνα και ντουμάνι. Σου θυμίζω την αφήγηση του Ηρόδοτου (Δ΄ 75):
Ταύτης ὦν οἱ Σκύθαι τῆς καννάβιος τὸ σπέρμα ἐπεὰν λάβωσι, ὑποδύνουσι ὑπὸ τοὺς πίλους, καὶ ἔπειτα ἐπιβάλλουσι τὸ σπέρμα ἐπὶ τοὺς διαφανέας λίθους τῷ πυρί· τὸ δὲ θυμιᾶται ἐπιβαλλόμενον καὶ ἀτμίδα παρέχεται τοσαύτην ὥστε Ἑλληνικὴ οὐδεμία ἄν μιν πυρίη ἀποκρατήσειε. οἱ δὲ Σκύθαι ἀγάμενοι τῇ πυρίῃ ὠρύονται. τοῦτό σφι ἀντὶ λουτροῦ ἐστι. οὐ γὰρ δὴ λούονται ὕδατι τὸ παράπαν τὸ σῶμα.
αἱ δὲ γυναῖκες αὐτῶν ὕδωρ παραχέουσαι κατασώχουσι περὶ λίθον τρηχὺν τῆς κυπαρίσσου καὶ κέδρου καὶ λιβάνου ξύλου, καὶ ἔπειτα τὸ κατασωχόμενον τοῦτο παχὺ ἐὸν καταπλάσσονται πᾶν τὸ σῶμα καὶ τὸ πρόσωπον· καὶ ἅμα μὲν εὐωδίη σφέας ἀπὸ τούτου ἴσχει, ἅμα δὲ ἀπαιρέουσαι τῇ δευτέρη ἡμέρῃ τὴν καταπλαστὺν γίνονται καθαραὶ καὶ λαμπραί.
Οι Σκύθες λοιπόν παίρνουν το σπόρο της κάνναβης και τον ρίχνουν μέσα στην τσόχινη πυραμίδα που έχουν κατασκευάσει, πάνω στις πυρακτωμένες πέτρες. Μόλις ο σπόρος πέσει πάνω στις πέτρες, αρχίζει να ευωδιάζει και βγάζει πάρα πολύ ατμό, τόσο όσο κανένα ελληνικό ατμόλουτρο δεν μπορεί να βγάλει. Ο Σκύθες μεθούν και αρχίζουν να φωνάζουν από αγαλλίαση. Με αυτό τον τρόπο κάνουν μπάνιο, γιατί ποτέ τους δεν λούζονται με νερό.
Οι γυναίκες τους, τώρα, κοπανίζουν πάνω σε πέτρα ρίχνοντας παράλληλα στο νερό ξύλο από κυπαρίσσι, κέδρο και λίβανο, το αφήνουν να μουλιάσει, ώσπου να γίνει ένα είδος πυκνού πηλού, τον οποίο απλώνουν στο πρόσωπό τους, αλλά και σε ολόκληρο το σώμα τους. Από αυτό τον πηλό αναδύεται μια ευχάριστη μυρωδιά και όταν την άλλη μέρα τον βγάζουν, το δέρμα τους είναι καθαρό και γυαλιστερό.
Τώρα να συνδυάσω δαίμονες, σαμάνους και Σκύθες... πού θα καταλήξω;