metafrasi banner

as such

as such
in the way something is; as someone or something is.
--I cannot accept your manuscript as such. It needs revisions.
--You are new to this job, and as such, I will have to train you.
But very often it is used as a filler at the end of a sentence meaning virtually nothing:-
--I am not a fan of the Rolling Stones as such.
This roof needs the support of an RSJ or an Acrow prop as such.:glare:
 
φράση α) έτσι, έτσι όπως είναι

φράση β) κι έτσι, και ως εκ τούτου

φράση γ) ξέρεις and other fillers.
 
Αφού τέθηκε το ζήτημα της απόδοσης του as such, δεν φτάνει η απάντηση στα ερωτήματα του Θησέα. Με ενδιαφέρει η απόδοση του as such σε δοκιμιακό λόγο (κείμενα φιλοσοφικά, κοινωνικοπολιτικά κτλ.). Η σημασία είναι αυτή που δίνει με πολύ απλά λόγια το Collins Cobuild: "You use as such after a noun to indicate that you are considering that thing on its own, separately from other things or factors". Παραθέτω κάποια πραγματικά παραδείγματα από τον Άνταμ Σμιθ, την αγγλική μετάφραση του Μαρξ, τον Κέινς και άλλους (με μπόνους το τελευταίο, που είναι του Πόε). Τα παραδείγματα βέβαια παρατίθενται μόνο σαν πηγή έμπνευσης, όχι για να ψάξουμε να βρούμε τι θα ταίριαζε καλύτερα στην κάθε περίπτωση:

1. A dwelling-house, as such, contributes nothing to the revenue of its inhabitant
2. But a creditor of the public, considered merely as such, has no interest in the good condition of any particular portion of land, or in the good management of any particular portion of capital stock.
3. If, however, I keep hold of the money as such, it is a hoard
4. The abstract actuality or the substantiality of the state consists in the fact that its end is the universal interest as such and the conservation therein of particular interests since the universal interest is the substance of these.
5. the elements which are not general and common, must be separated out from the determinations valid for production as such
6. the abstraction of the category ‘labour’, ‘labour as such’, labour pure and simple
7. Hence the nonsensicality of those who want to make labour time as such into money
8. In Book I we analysed the phenomena which constitute the process of capitalist production as such, as the immediate productive process, with no regard for any of the secondary effects of outside influences.
9. Increasing output as such has a tendency to decrease unit-profit
10. Nevertheless a very low user cost at the margin is not a characteristic of the short period as such, but of particular situations and types of equipment
11. The mistake originates from regarding interest as the reward for waiting as such, instead of as the reward for not-hoarding
12. Marshall,for example, although his references to mercantilism are not altogether unsympathetic, had no regard for their central theory as such
13. The contradiction does not appear as such, seeming inexistent or resolved
14. The individual as such does not exist. This society is totalitarian in the sense that all aspects of life are automatically decided and settled.
15. A wrong is unredressed when retribution overtakes its redresser. It is equally unredressed when the avenger fails to make himself felt as such to him who has done the wrong.

Η απόδοση του as such είναι κάτι που με κάνει να κοντοστέκομαι εδώ και δεκαετίες. Ένας λόγος βέβαια είναι ότι αντιστέκομαι ακόμα στο σαν τέτοιο (ομολογουμένως όχι πάντα μέχρι τέλους), αν και αναγνωρίζω την ανάγκη στην οποία ανταποκρίνεται. Ακόμα και τώρα όμως δεν μου φαίνεται τόσο ελληνικό, μάλλον όζει μεταφράσεως. Και αν κάποιος δεν έχει σαν λύση by default το σαν τέτοιο, δεν βλέπω να μπορεί να έχει λύση by default. Θα με ενδιέφεραν λοιπόν οι εμπειρίες και προτιμήσεις των συλλεξιλόγων, με ειδική μνεία στο πώς αντιλαμβάνονται και πόσο αγαπούν ή μισούν το σαν τέτοιο. Από την πλευρά μου, αρκούμαι προς το παρόν σε μια απαρίθμηση λύσεων (σε ουδέτερο γένος, για να μη μπλέξω με φυλετικές διαμάχες!) που μου έρχονται τώρα στο μυαλό και που τις έχω χρησιμοποιήσει όλες, αν και με διαφορετική συχνότητα:

- σαν τέτοιο
- το ίδιο το...
- από μόνο του
- καθαυτό (στην κοινή χρήση του, χωρίς οντολογικές προεκτάσεις)
- [με επανάληψη του ουσιαστικού:] το Χ σαν Χ
- αυτοτελώς [π.χ. Το Χ δεν συνιστά αυτοτελώς...]
 
Μα εγώ εσκεμμένα απάντησα "φράση α)" κτλ. στις απορίες του Theseus, μόλις κρύβοντας την ανακούφισή μου που δεν είχε ρωτήσει για το "δοκιμιακό as such", όπως εύστοχα το λες.

Εγώ λοιπόν συνήθως χρησιμοποιώ: σαν τέτοιο / καθαυτό / το Χ σαν Χ. Θα ήθελα να μην με ενοχλεί στο "σαν τέτοιο" και σε λίγο μπορεί και να σταματήσει να μενοχλεί.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Η συλλογή δειγμάτων εξαιρετική· οι προτιμήσεις μου (εκτός από το σαν τέτοιο) είναι οι ίδιες με της λίστας του Θέμη. Ειδικά για τη χρήση του σαν τέτοιο, με το συμπάθιο, αλλά δεν την αντέχω :). Με πολλή δυσκολία, σε εξαιρετική αδυναμία για άλλη λύση, θα δεχόμουν ίσως το ως τέτοιο (ίσως και υπό την επήρεια του ως έχει). Το σαν με δυσκολεύει και στο Χ σαν Χ --θα το ήθελα κι εδώ με Χ ως Χ-- αλλά έτσι μπαίνω στην άλλη συζήτηση και δεν υπάρχει λόγος να παραστρατήσουμε.
 

nickel

Administrator
Staff member
Οι πρώτες έξι (ασχέτως τού αν είναι σωστή η απόδοση που προτείνω) δείχνουν ήδη το πόσο δύσκολο θα ήταν να ταξινομηθούν στα αγγλικά. Δεν θυμάμαι απόδοση άλλη από εκείνες που δίνει ο Θέμης (υπάρχει και η περίπτωση να μην πεις τίποτα, αλλά ανήκει στα fillers του γ), αν και έκανα εδώ δύο απόπειρες να ξεφύγω — δεν ξέρω αν πέτυχα. Δεν έχω πει και δεν σκοπεύω να πω «σαν τέτοιο» (υπογράφω και δήλωση).

1. A dwelling-house, as such, contributes nothing to the revenue of its inhabitant (Η κατοικία από μόνη της / Η ίδια η κατοικία)
2. But a creditor of the public, considered merely as such, has no interest in the good condition of any particular portion of land, or in the good management of any particular portion of capital stock. (με αυτή την ιδιότητά του)
3. If, however, I keep hold of the money as such, it is a hoard (για αυτό και μόνο το λόγο — που υποθέτω ότι περιγράφηκε πριν)
4. The abstract actuality or the substantiality of the state consists in the fact that its end is the universal interest as such and the conservation therein of particular interests since the universal interest is the substance of these. (αυτό καθαυτό)
5. the elements which are not general and common, must be separated out from the determinations valid for production as such (αυτή καθαυτή)
6. the abstraction of the category ‘labour’, ‘labour as such’, labour pure and simple (η καθ[ε]αυτή εργασία)
 
Top