metafrasi banner

ableism

nickel

Administrator
Staff member
Επειδή είδα αλλού ερώτηση για το ableism και θα ήθελα να το συζητήσουμε εδώ:

ableism /ˈeɪblɪz(ə)m/ (also ablism)
noun [mass noun]

discrimination in favour of able-bodied people:
  • we were fed up with the ableism of the women’s movement
  • As Suzanne Pharr points out, ‘it is virtually impossible to view one oppression… in isolation because they are all connected: sexism, racism, homophobia, classism, ableism, anti-Semitism, ageism.’
  • She believes that classes in children's and young adult literature must include works that discuss racism, classism, ableism, sexism, and homophobia; otherwise, discriminatory attitudes will not change.
  • Organizers have dedicated Friday to this year's symposium, which will link sexual diversity with other forms of multicultural diversity and will address homophobia, racism, discrimination and ableism.
http://www.oxforddictionaries.com/definition/english/ableism?q=ableism

Μια συνηθισμένη απόδοση:
διακρίσεις εναντίον / σε βάρος ατόμων με ειδικές ανάγκες / με αναπηρία

Δεν είναι, όπως είδα κάπου «η ιδεολογία της ικανότητας». Δεν πρόκειται για τη γενικότερη σημασία του able, αλλά για την ειδικότερη, του αρτιμελούς.

Έψαξα λοιπόν και βρήκα δυο-τρεις αναφορές στον αρτιμελισμό, που θα ήταν και η δική μου πρόταση για μονολεκτικό όρο, ακόμα κι αν και δεν μας ικανοποιούν απόλυτα κάποιες αντιστοιχίες. Τι λέτε; Αρτιμελισμός;
 

nickel

Administrator
Staff member
Τα μοναδικά ευρήματα:

Παντελιάδου, Σ. (2005). Σχολική ένταξη και αρτιμελισμός στην εκπαίδευση. Στο Π. Αγγελίδης (Επιμ.), Συμπεριληπτική εκπαίδευση: Από το περιθώριο στη συμπερίληψη (σσ. 107-122). Λευκωσία: Κυπροέπεια.

...ένα άλλο ισχυρό κίνημα –πολύ πιο ισχυρό από αυτό της ένταξης– το οποίο έδινε ιδιαίτερη έμφαση στον εκπαιδευτικό «αρτιμελισμό», στον ανταγωνισμό, στην επιλεκτικότητα του σχολείου, στην υψηλή ακαδημαϊκή επίδοση και στην υπαγωγή της εκπαίδευσης στις ανάγκες της αγοράς,...
στο Αναπηρία και εκπαιδευτική πολιτική
 

cougr

¥
[...]Δεν είναι, όπως είδα κάπου «η ιδεολογία της ικανότητας». Δεν πρόκειται για τη γενικότερη σημασία του able, αλλά για την ειδικότερη, του αρτιμελούς.

Έψαξα λοιπόν και βρήκα δυο-τρεις αναφορές στον αρτιμελισμό, που θα ήταν και η δική μου πρόταση για μονολεκτικό όρο, ακόμα κι αν και δεν μας ικανοποιούν απόλυτα κάποιες αντιστοιχίες. Τι λέτε; Αρτιμελισμός;

Δεν έχω τον χρόνο να το ψάξω τώρα, αλλά νομίζω ότι η έννοια της ικανότητας αποτελεί σημαντικό στοιχείο του ορισμού τού ableism και ότι ο όρος δεν αφορά μόνο τις διακρίσεις προς όφελος αρτιμελών ατόμων, αλλά και αυτών που δεν πάσχουν από συναισθηματικές ή γνωστικές διαταραχές και ψυχικές ασθένειες .

Το αρτιμελισμός μου φαίνεται καλό για το able-bodyism (και παραλλαγές) το οποίο ναι μεν συχνά θεωρείται ως ταυτόσημο τού ableism όμως υπάρχουν και περιπτώσεις όπου οι δύο όροι χρησιμοποιούνται με διακριτή διαφορά ως προς το νόημά τους.
 

nickel

Administrator
Staff member
Δεν έχω τον χρόνο να το ψάξω τώρα, αλλά νομίζω ότι η έννοια της ικανότητας αποτελεί σημαντικό στοιχείο του ορισμού τού ableism και ότι ο όρος δεν αφορά μόνο τις διακρίσεις προς όφελος αρτιμελών ατόμων, αλλά και αυτών που δεν πάσχουν από συναισθηματικές ή γνωστικές διαταραχές και ψυχικές ασθένειες.

Αυτό εννοούσα όταν αναφερόμουν σε πρόβλημα με την απόλυτη αντιστοιχία: ότι ο όρος δεν περιορίζεται μόνο στις διακρίσεις ως προς τη σωματική αρτιμέλεια.

Έχουμε τον όρο ικανοκρατία, αλλά είναι περίπου συνώνυμο της αξιοκρατίας.

:confused:
 

nickel

Administrator
Staff member
Μια ορολογική πρόταση που έχει εμφανιστεί άπαξ σε εργασία είναι μισαναπηρισμός. Δεν μου αρέσει καθόλου επειδή νομίζω ότι άλλο είναι να δείχνεις προτίμηση σε άτομα χωρίς αναπηρίες και άλλο να μισείς τα άτομα με αναπηρίες. Φορτίζεται πολύ αρνητικά ο όρος με αυτόν τον τρόπο.
 
Μου αρέσει ο αρτιμελισμός, αλλά είναι έγκυρη η ένσταση του cougr. Δεν κατορθώνω να σκεφτώ κάτι που να προσδιορίζει θετικά το ableism, οπότε ας πάμε στον προσδιορισμό μέσω του άλλου άκρου. Φυσικά, είναι έγκυρη και η ένσταση του Νίκελ για τον μισαναπηρισμό. Εννοείται ότι το ιδανικό θα ήταν να πατήσουμε πάνω σε ισχυρές και εδραιωμένες αναλογίες, οι οποίες θα βοηθούσαν κάθε ελληνόγλωσσο να καταλάβει χωρίς να ξύνει το κεφάλι του. Οπότε επινοώ μια φανταστική φράση και πείτε μου αν νομίζετε ότι κάποιος θα κοντοστεκόταν: "Η πολιτική προσλήψεων της εργοδοσίας [ή: Η επιλογή των ενοικιαστών από τους σπιτονοικοκύρηδες, κτλ.] χαρακτηρίζεται από ξενοφοβία, ομοφοβία και αναπηροφοβία". Εντάξει, στημένη είναι η τράπουλα, αλλά πάντως η επιλογή by default όταν αναφερόμαστε σε αδυναμία αποδοχής και διακρίσεις εις βάρος κάποιων ομάδων - διακρίσεις που δεν ταυτίζονται αναγκαστικά με μίσος και δολοφονικές διαθέσεις όπως π.χ. ο ρατσισμός - είναι σύνθετη λέξη με δεύτερο συνθετικό τη -φοβία. Ή τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται αυτή την πάρα πολύ προχωρημένη νυχτερινή ώρα.
 

pontios

Well-known member
Since the "able"( of ableism) is essentially referring to the non-disabled here, we should therefore perhaps see ableism as "discriminating in favour of the non-disabled" (rather than the "able").


So (FWIW) my stab in the dark would be -
(θετική) διάκριση υπέρ των μη αναπήρων ή διάκριση υπέρ ατόμων χωρίς ειδικές ανάγκες;
 

Zazula

Administrator
Staff member
Δηλαδή είναι δείγμα πρώιμης εκδήλωσης ableism οι παροιμίες της μορφής: Ο Θεός να σε φυλά(ει) από σημαδεμένο (άνθρωπο) / σακάτη ǁ από σημαδεμένο / σακάτη να φοβάσαι ǁ από σημαδεμένο / σακάτη τι περιμένεις;
 

nickel

Administrator
Staff member
Καλημέρα. Συμφωνώ με την αναπηροφοβία έτσι που τη θέτει ο Θέμης, αλλά η ελάχιστη χρήση που της έχει γίνει δείχνει αυτό που περιμέναμε να βγει από τη φοβία: τη στοχοποίηση των αναπήρων, που είναι ένα κλικ παραπάνω από τον απλό αποκλεισμό. Το ableism μπορεί να έχει και την έννοια της γενικότερης έμφασης υπέρ της σωματικής και πνευματικής ακεραιότητας. Οπωσδήποτε, συμφωνώ με τον Χρήστο (pontios) ότι σαν περιφραστική απόδοση είναι ακριβέστερο να μιλήσουμε για θετικές διακρίσεις υπέρ των μη αναπήρων, υπέρ των σωματικά και πνευματικά ικανών. Ο προφανής ικανισμός θα ήταν η μοναδική λύση — έχει ακριβώς τα ίδια προτερήματα και ελαττώματα με τον αγγλικό όρο. :-)
 
Top