Επειδή είδα αλλού ερώτηση για το ableism και θα ήθελα να το συζητήσουμε εδώ:
ableism /ˈeɪblɪz(ə)m/ (also ablism)
noun [mass noun]
discrimination in favour of able-bodied people:
Μια συνηθισμένη απόδοση:
διακρίσεις εναντίον / σε βάρος ατόμων με ειδικές ανάγκες / με αναπηρία
Δεν είναι, όπως είδα κάπου «η ιδεολογία της ικανότητας». Δεν πρόκειται για τη γενικότερη σημασία του able, αλλά για την ειδικότερη, του αρτιμελούς.
Έψαξα λοιπόν και βρήκα δυο-τρεις αναφορές στον αρτιμελισμό, που θα ήταν και η δική μου πρόταση για μονολεκτικό όρο, ακόμα κι αν και δεν μας ικανοποιούν απόλυτα κάποιες αντιστοιχίες. Τι λέτε; Αρτιμελισμός;
ableism /ˈeɪblɪz(ə)m/ (also ablism)
noun [mass noun]
discrimination in favour of able-bodied people:
- we were fed up with the ableism of the women’s movement
- As Suzanne Pharr points out, ‘it is virtually impossible to view one oppression… in isolation because they are all connected: sexism, racism, homophobia, classism, ableism, anti-Semitism, ageism.’
- She believes that classes in children's and young adult literature must include works that discuss racism, classism, ableism, sexism, and homophobia; otherwise, discriminatory attitudes will not change.
- Organizers have dedicated Friday to this year's symposium, which will link sexual diversity with other forms of multicultural diversity and will address homophobia, racism, discrimination and ableism.
Μια συνηθισμένη απόδοση:
διακρίσεις εναντίον / σε βάρος ατόμων με ειδικές ανάγκες / με αναπηρία
Δεν είναι, όπως είδα κάπου «η ιδεολογία της ικανότητας». Δεν πρόκειται για τη γενικότερη σημασία του able, αλλά για την ειδικότερη, του αρτιμελούς.
Έψαξα λοιπόν και βρήκα δυο-τρεις αναφορές στον αρτιμελισμό, που θα ήταν και η δική μου πρόταση για μονολεκτικό όρο, ακόμα κι αν και δεν μας ικανοποιούν απόλυτα κάποιες αντιστοιχίες. Τι λέτε; Αρτιμελισμός;