Γράφει ο πολύς Σάμιουελ Τζόνσον στο περίφημο λεξικό του:
Lexicographer. A writer of dictionaries; a harmless drudge, that busies himself in tracing the original, and detailing the signification of words.
Στα δίγλωσσα λεξικά:
drudge = είλωτας, σκλαβάκι
drudgery = αγγαρεία, χαμαλοδουλειά, χαμαλίκι
Για το drudgery έχουμε αγγαρεία, χαμαλίκι, άχαρη δουλειά. Για το drudge, ωστόσο, δεν βρίσκω κάτι που να μη θυμίζει ακριβώς δούλο. Έχω σκεφτεί: καματάρης, αλλά θυμίζει αγροτικό εργάτη. Σκέφτηκα καλαμαράς και γραφιάς (δηλαδή hack). Σκέφτηκα χαμάλης, αλλά δεν μου πηγαίνει στον λεξικογράφο. Τι να τον πω τον άκακο λεξικογράφο;
Lexicographer. A writer of dictionaries; a harmless drudge, that busies himself in tracing the original, and detailing the signification of words.
Στα δίγλωσσα λεξικά:
drudge = είλωτας, σκλαβάκι
drudgery = αγγαρεία, χαμαλοδουλειά, χαμαλίκι
Για το drudgery έχουμε αγγαρεία, χαμαλίκι, άχαρη δουλειά. Για το drudge, ωστόσο, δεν βρίσκω κάτι που να μη θυμίζει ακριβώς δούλο. Έχω σκεφτεί: καματάρης, αλλά θυμίζει αγροτικό εργάτη. Σκέφτηκα καλαμαράς και γραφιάς (δηλαδή hack). Σκέφτηκα χαμάλης, αλλά δεν μου πηγαίνει στον λεξικογράφο. Τι να τον πω τον άκακο λεξικογράφο;