Επειδή έπεσε εδώ μια σκουντιά προς την κατεύθυνση της συζήτησης «έωλος ή αίολος;», θα σας παραπέμψω στις διαδικτυακές συζητήσεις και κυρίως θα καταθέσω την προσωπική μου άποψη και εμπειρία.
Τις πιο ενδιαφέρουσες απόψεις και συζητήσεις θα τις βρείτε στις παρακάτω διαδικτυακές σελίδες:
http://periglwssio.blogspot.com/2006/12/blog-post_23.html
http://neostipoukeitos.wordpress.com/2008/01/08/ελεοσ-πια-με-το-εωλοσ/
http://www.sarantakos.com/language/askoi.html
αλλά μπορείτε να αναζητήσετε αίολος + έωλος στο Google για να κάνετε λεπτομερέστερη έρευνα. Θεωρώ ότι περισσότερο αξίζουν οι 9 σελίδες στο βιβλίο Γλώσσα μετ’ εμποδίων του Σαραντάκου, δηλαδή το κεφάλαιο με τον τίτλο Οι ασκοί του εώλου (σελ. 162-170). Ωστόσο, δεν είναι σωστό να βγάλω εγώ στη φόρα / στο φόρουμ όλο αυτό τα υλικό· ας το κάνει ο ίδιος όταν αυτός το κρίνει σωστό —και να είστε βέβαιοι ότι θα είστε οι πρώτοι που θα το μάθετε…
Η άποψη του ΛΝΕΓ (και του ΕΛΝΕΓ) είναι ότι το αρχαίο επίθετο αιόλος, που σήμαινε (και) ευμετάβολος, άστατος, με ανέβασμα του τόνου υπό την επίδραση του ονόματος του θεού, δηλ. αίολος, είναι η λέξη που πρέπει να χρησιμοποιούμε για τη σημασία «αστήρικτος, αθεμελίωτος». Κακώς χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται το έωλος με αυτή τη σημασία. Έτσι το ΛΝΕΓ δίνει λήμματα:
Σε πλαίσιο:
Επιτρέψτε μου να επισημάνω δύο κείμενα που το 1997 δεν θα έγραφαν αυτό που γράφουν τώρα: επιστολή του «ναυτίλου» (που καταλαβαίνουν όσοι διαβάζουν την Ελευθεροτυπία ποιος συντάκτης της είναι) και, στο συνημμένο, το σχετικό με τα «αίολος και έωλος» σημείωμα από το βιβλίο Τα γλωσσικά μας λάθη του Ηλία Β. Παπαγεωργίου (σελ. 78-80). Την επιστολή του «ναυτίλου» την «περιποιείται» ο Σαραντάκος στο βιβλίο του («έπεσε έξω εφ’ όλης της ύλης», όπως λέει) και δεν θέλω να επαναλάβω εδώ τα επιχειρήματά του. Στο σημείωμα με ενόχλησε το δουλικό αναμάσημα της άποψης του ΛΝΕΓ —ακόμα και οι συμφράσεις των παραδειγμάτων είναι οι ίδιες— χωρίς καμιά πρόσθετη έρευνα, καμιά φρέσκια ιδέα.
Η προσωπική εμπειρία:
Στη δεκαετία του 1960 και 1970 που γνώρισα εγώ τη λέξη ξέραμε (όσοι το ψάχναμε περισσότερο) ότι η αρχική σημασία της ήταν μπαγιάτικος και κλούβιος, αλλά κανένας δεν τη χρησιμοποιούσε με αυτή τη σημασία. (Παρέκβαση: είναι λίγο αστείο όταν γράφεται ότι έωλος σημαίνει μπαγιάτικος τη στιγμή που πάει δεν ξέρω πόσος καιρός που η λέξη δεν έχει χρησιμοποιηθεί με αυτή τη σημασία!) Για μας η τρέχουσα σημασία ήταν επέκταση της παλιάς: τα έωλα επιχειρήματα και τα έωλα στοιχεία ήταν απλώς σαθρά. Η εξήγηση που δίναμε ήταν ότι το μπαγιάτικο είναι σάπιο και το σάπιο είναι σαθρό, δεν μπορείς να στηριχτείς επάνω του. Δεν ακολουθούσαμε το σκεπτικό που δίνει σήμερα το ΛΚΝ: «κυρίως ως χαρακτηρισμός επιχειρημάτων, σοφισμάτων κτλ. που είναι ξεπερασμένα και που κατά συνέπεια δεν έχουν ουσιαστικό περιεχόμενο, που είναι αβάσιμα». Δεν τη χρησιμοποιούσαμε με τη σημασία τού ξεπερασμένου ή του αηδιαστικού που βλέπουμε σε παλιότερα λεξικά και οπωσδήποτε όχι με τη σημασία «ευμετάβολος». Τα λεξικά δεν βοηθούσαν. Ο επίτομος Δημητράκος που είχα στο σχολείο έγραφε στο έωλος: «1 επί τροφών: παλαιός, μπαγιάτικος, αντίθ. φρέσκος. 2 Α επί πράξεων: παλαιός, απηρχαιωμένος, κ. συνεκδ. ανούσιος, αηδής. 3 επί προσ.: οκνηρός, άτολμος. 4 ο υποφέρων εκ μέθης της προτεραίας» — γνωρίζαμε όμως ότι τα λεξικά βρίσκονταν πολύ πίσω, δεν παρακολουθούσαν τη γλώσσα.
Τη μεταφορική σημασία του «ξεπερασμένου» (που δίνει το ΛΚΝ) είχαν και πολλά από τα παλαιότερα λεξικά που κατέγραφαν τις μεταφορικές σημασίες της λέξης, π.χ. (προσθέτω στις έρευνες του Σαραντάκου) στο λήμμα έωλος διαβάζω:
- στο ελληνογαλλικό του Planche (1817): […] réchauffé – rance – vieux, suranné ; hors d’usage.
- στο ελληνικό του Άνθιμου Γαζή (1835): παρά τοις νεωτέροις δε και αντί του, μάταιος, ανωφελής.
- στο ελληνογαλλικό του Σκαρλάτου Βυζάντιου (1892): passé, pourri, rechauffé (sic), suranné, vieux.
- στο ελληνογαλλικό του Ηπίτη (1908): […] (μεταφ.) παλαιός, τετριμμένος, usé, ée; κοινός, χυδαίος, banal, e (πληθ. banaux), trivial, e.
- στην ΜΕΕ του Δρανδάκη, μεταφορική σημασία: ανούσιος, αηδής: «έωλα σοφίσματα».
- στο ελληνοαγγλικό του Crighton (1960): stale, trite, commonplace.
Το αίολος (με πεζό) δεν το είχε ποτέ κανένα λεξικό, το αιόλος δεν το είχε κανένα νεότερο ώστε να κάνεις τον γλωσσοντετέκτιβ, το επίθετο αίολος δεν είχαμε δει να το χρησιμοποιεί κανείς. Δεν γνωρίζαμε πώς μπορεί να είχε χρησιμοποιήσει τον έωλο ο Παπαδιαμάντης (βλ. σελίδα Σαραντάκου), βλέπαμε πώς χρησιμοποιούσαμε εμείς τη λέξη — θα μπορούσε να είναι μια εξέλιξη της τελευταίας εκείνης δεκαετίας, όπως έγινε αργότερα με την αναβίωση του αειφόρου. Δεν είχαμε το TLG ή τα σώματα εφημερίδων και παλαιών εκδόσεων στο διαδίκτυο· λειτουργούσαμε με τα «σώματα» που είχαν περάσει από τα μάτια μας.
Με τα δεδομένα εκείνων των χρόνων και αν θυμάμαι καλά, έωλος σήμαινε και σημαίνει σαθρός. Ούτε ευμετάβολος ούτε ξεπερασμένος. Αξίζει να γίνει ένας έλεγχος των σωμάτων του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, της περιόδου πριν ξεφυτρώσει το φρούτο με το αίολος, να μελετηθούν οι συμφράσεις και να βγουν συμπεράσματα. Διότι, πραγματικά, όταν κυκλοφόρησε η άποψη για το αίολος, είπαμε «Τι είναι αυτό το φρούτο;», τι σχέση μπορούν να έχουν τα σάπια και τα σαθρά με τα έπεα πτερόεντα, τα γοργά, τα άστατα και ευμετάβολα; Ο έωλος με τον αιόλο, που ποτέ πριν δεν είχαμε δει ούτε έτσι ούτε σαν αίολο.
Πάντως, αν πράγματι ολίσθησε η σημασία από τον ξεπερασμένο και τετριμμένο στον σαθρό, αυτό δεν έγινε κάτω από την επίδραση του αίολου ή του αιόλου! Στο «δικό μου» λεξικό δεν υπάρχει νεοελληνικό επίθετο αίολος ή αιόλος, μόνο ο θεός Αίολος με τον ασκό ή τους ασκούς του. Και το επίθετο έωλος σημαίνει σαθρός, αβάσιμος, ανεδαφικός.
Το ίδιο με το «δικό μου» εσωτερικό λεξικό φαίνεται ότι χρησιμοποιούσαν όλοι πριν κυκλοφορήσει το ΛΝΕΓ και ας μην είχαν κανένα έντυπο λεξικό να τους βοηθήσει, να τους πει τη σημασία του έωλος στις δικές μας μέρες. Πού υπάρχουν τα κείμενα με το αίολος; Ποια παραδείγματα του γραπτού λόγου έκαναν το ΛΝΕΓ να δημιουργήσει αυτό το λήμμα και να παρασύρει π.χ. το Ελληνογαλλικό του Κάουφμαν (δεν έχει λήμμα «έωλος», par Toutatis!), το «Το λέμε σωστά;», τον Μαρκαντωνάτο ή τον Παπαγεωργίου παραπάνω να αναπαρ(αγ)άγουν κάτι που κανείς μας δεν είχε δει ως to 1998; Αν το λήμμα δεν περιγράφει χρήση αλλά επιδιώκει να επιβάλει διόρθωση, πόσο βέβαιο είναι ότι η διόρθωση δεν είναι προς λάθος κατεύθυνση; Αν είναι απαραίτητο να φτιάξουμε ένα επίθετο αίολος με τη σημασία άστατος και ευμετάβολος, σύμφωνοι* (με τον κίνδυνο να πουν οι κακές γλώσσες ότι οι ορθογραφίες κάποιων λεξικών είναι αίολες). Αφήστε όμως κάτω το έωλος με τη σημασία που το ξέρουμε και το χρησιμοποιούμε εμείς οι μεγαλύτεροι όλα αυτά τα χρόνια.
* Για την ακρίβεια, υπό την επιρροή του ΛΝΕΓ θα πρέπει να δημιουργηθεί λήμμα στα λεξικά της άλλης όχθης για να δείξει την καινοφανή χρήση... Πού να τα ξεπαστρέψεις τώρα πια τόσα νομιστεράκια;
Τις πιο ενδιαφέρουσες απόψεις και συζητήσεις θα τις βρείτε στις παρακάτω διαδικτυακές σελίδες:
http://periglwssio.blogspot.com/2006/12/blog-post_23.html
http://neostipoukeitos.wordpress.com/2008/01/08/ελεοσ-πια-με-το-εωλοσ/
http://www.sarantakos.com/language/askoi.html
αλλά μπορείτε να αναζητήσετε αίολος + έωλος στο Google για να κάνετε λεπτομερέστερη έρευνα. Θεωρώ ότι περισσότερο αξίζουν οι 9 σελίδες στο βιβλίο Γλώσσα μετ’ εμποδίων του Σαραντάκου, δηλαδή το κεφάλαιο με τον τίτλο Οι ασκοί του εώλου (σελ. 162-170). Ωστόσο, δεν είναι σωστό να βγάλω εγώ στη φόρα / στο φόρουμ όλο αυτό τα υλικό· ας το κάνει ο ίδιος όταν αυτός το κρίνει σωστό —και να είστε βέβαιοι ότι θα είστε οι πρώτοι που θα το μάθετε…
Η άποψη του ΛΝΕΓ (και του ΕΛΝΕΓ) είναι ότι το αρχαίο επίθετο αιόλος, που σήμαινε (και) ευμετάβολος, άστατος, με ανέβασμα του τόνου υπό την επίδραση του ονόματος του θεού, δηλ. αίολος, είναι η λέξη που πρέπει να χρησιμοποιούμε για τη σημασία «αστήρικτος, αθεμελίωτος». Κακώς χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται το έωλος με αυτή τη σημασία. Έτσι το ΛΝΕΓ δίνει λήμματα:
έωλος, -ος, -ον (αρχαιοπρ.) 1. (συνήθ. για τρόφιμα) που έχουν απομείνει από την προηγούμενη μέρα ΣΥΝ. μπαγιάτικος, μουχλιασμένος ANT. φρέσκος, νωπός· 2. εσφαλμ. γραφή αντί τού αίολος (βλ.λ.). ΣΧΟΛΙΟ λ. αίολος. [ΕΤΥΜ. < αρχ. έωλος < εως «χάραμα, αυγή» + παραγ. επίθημα -λος].
αίολος, -η, -ο (λόγ.) αυτός που εύκολα μπορεί να ανατραπεί λογικά και κατά συνέπεια δεν είναι αξιόπιστος: με αίολες υποσχέσεις και λόγια δεν λύνονται τα προβλήματα || όλα τα επιχειρήματά του αποδείχθηκαν αίολα· δεν έπεισε κανέναν ΣΥΝ. αστήρικτος, αθεμελίωτος. [ΕΤΥΜ. < αρχ. αίόλος «ταχύς - ευμετάβλητος, άστατος», με επίδραση τού κύρ. ον. Αίολος ως προς τον αναβιβασμό τού τόνου στην προπαραλήγουσα: αἰόλος > αἴολος. Βλ. κ. Αιολείς].
αίολος, -η, -ο (λόγ.) αυτός που εύκολα μπορεί να ανατραπεί λογικά και κατά συνέπεια δεν είναι αξιόπιστος: με αίολες υποσχέσεις και λόγια δεν λύνονται τα προβλήματα || όλα τα επιχειρήματά του αποδείχθηκαν αίολα· δεν έπεισε κανέναν ΣΥΝ. αστήρικτος, αθεμελίωτος. [ΕΤΥΜ. < αρχ. αίόλος «ταχύς - ευμετάβλητος, άστατος», με επίδραση τού κύρ. ον. Αίολος ως προς τον αναβιβασμό τού τόνου στην προπαραλήγουσα: αἰόλος > αἴολος. Βλ. κ. Αιολείς].
Σε πλαίσιο:
αίολος ή έωλος; Λείπει συνήθως από τα λεξικά —ή το συναντούμε να γράφεται εσφαλμένα και να συγχέεται με το έωλος— το συχνό σήμερα στη χρήση αίολος με τη σημασία «αιωρούμενος, στον αέρα, ευμετάβλητος, ασταθής, αστήρικτος» (για λόγια, επιχειρήματα κ.τ.ό.). Πρόκειται για την αρχ. λ. αἰόλος, που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι με την ίδια περίπου σημασία με τη σημερινή «αιωρούμενος, ευμετάβολος, ασταθής, αστήρικτος, κ.λπ.» (πβ. αιόλ’ ανθρώπων κακά [Αισχύλος], αιόλον έπος [Σόλων]), για να φτάσει μέχρι τη μεταφορική σημασία «απατηλός – ψεύτικος» σε σύνθετα όπως αιολόμητις, αιολόβουλος και, στη σημασία «αβέβαιος», αιολόστομος. Ο τόνος τής λέξης στα Νέα Ελληνικά έχει αναβιβαστεί στην προπαραλήγουσα, προφανώς υπό την επίδραση τού ον. Αίολος, τού θεού των ανέμων, επίσης συνδεδεμένου με το ευμετάβολο τού καιρού. Διαφορετικό είναι το έωλος, επίσης αρχαίο (από το ἕως / ἠώς «αυγή, μέρα»), το οποίο σήμαινε τον «χθεσινό» και (για τρόφιμα) τον «μη νωπό, μη φρέσκο». Πρόκειται για λόγια λέξη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σήμερα σε επίσημο, τυπικό, γραπτό λόγο αντί για το μπαγιάτικος (< τουρκ. bayat) τής καθημερινής γλώσσας.
Επιτρέψτε μου να επισημάνω δύο κείμενα που το 1997 δεν θα έγραφαν αυτό που γράφουν τώρα: επιστολή του «ναυτίλου» (που καταλαβαίνουν όσοι διαβάζουν την Ελευθεροτυπία ποιος συντάκτης της είναι) και, στο συνημμένο, το σχετικό με τα «αίολος και έωλος» σημείωμα από το βιβλίο Τα γλωσσικά μας λάθη του Ηλία Β. Παπαγεωργίου (σελ. 78-80). Την επιστολή του «ναυτίλου» την «περιποιείται» ο Σαραντάκος στο βιβλίο του («έπεσε έξω εφ’ όλης της ύλης», όπως λέει) και δεν θέλω να επαναλάβω εδώ τα επιχειρήματά του. Στο σημείωμα με ενόχλησε το δουλικό αναμάσημα της άποψης του ΛΝΕΓ —ακόμα και οι συμφράσεις των παραδειγμάτων είναι οι ίδιες— χωρίς καμιά πρόσθετη έρευνα, καμιά φρέσκια ιδέα.
Η προσωπική εμπειρία:
Στη δεκαετία του 1960 και 1970 που γνώρισα εγώ τη λέξη ξέραμε (όσοι το ψάχναμε περισσότερο) ότι η αρχική σημασία της ήταν μπαγιάτικος και κλούβιος, αλλά κανένας δεν τη χρησιμοποιούσε με αυτή τη σημασία. (Παρέκβαση: είναι λίγο αστείο όταν γράφεται ότι έωλος σημαίνει μπαγιάτικος τη στιγμή που πάει δεν ξέρω πόσος καιρός που η λέξη δεν έχει χρησιμοποιηθεί με αυτή τη σημασία!) Για μας η τρέχουσα σημασία ήταν επέκταση της παλιάς: τα έωλα επιχειρήματα και τα έωλα στοιχεία ήταν απλώς σαθρά. Η εξήγηση που δίναμε ήταν ότι το μπαγιάτικο είναι σάπιο και το σάπιο είναι σαθρό, δεν μπορείς να στηριχτείς επάνω του. Δεν ακολουθούσαμε το σκεπτικό που δίνει σήμερα το ΛΚΝ: «κυρίως ως χαρακτηρισμός επιχειρημάτων, σοφισμάτων κτλ. που είναι ξεπερασμένα και που κατά συνέπεια δεν έχουν ουσιαστικό περιεχόμενο, που είναι αβάσιμα». Δεν τη χρησιμοποιούσαμε με τη σημασία τού ξεπερασμένου ή του αηδιαστικού που βλέπουμε σε παλιότερα λεξικά και οπωσδήποτε όχι με τη σημασία «ευμετάβολος». Τα λεξικά δεν βοηθούσαν. Ο επίτομος Δημητράκος που είχα στο σχολείο έγραφε στο έωλος: «1 επί τροφών: παλαιός, μπαγιάτικος, αντίθ. φρέσκος. 2 Α επί πράξεων: παλαιός, απηρχαιωμένος, κ. συνεκδ. ανούσιος, αηδής. 3 επί προσ.: οκνηρός, άτολμος. 4 ο υποφέρων εκ μέθης της προτεραίας» — γνωρίζαμε όμως ότι τα λεξικά βρίσκονταν πολύ πίσω, δεν παρακολουθούσαν τη γλώσσα.
Τη μεταφορική σημασία του «ξεπερασμένου» (που δίνει το ΛΚΝ) είχαν και πολλά από τα παλαιότερα λεξικά που κατέγραφαν τις μεταφορικές σημασίες της λέξης, π.χ. (προσθέτω στις έρευνες του Σαραντάκου) στο λήμμα έωλος διαβάζω:
- στο ελληνογαλλικό του Planche (1817): […] réchauffé – rance – vieux, suranné ; hors d’usage.
- στο ελληνικό του Άνθιμου Γαζή (1835): παρά τοις νεωτέροις δε και αντί του, μάταιος, ανωφελής.
- στο ελληνογαλλικό του Σκαρλάτου Βυζάντιου (1892): passé, pourri, rechauffé (sic), suranné, vieux.
- στο ελληνογαλλικό του Ηπίτη (1908): […] (μεταφ.) παλαιός, τετριμμένος, usé, ée; κοινός, χυδαίος, banal, e (πληθ. banaux), trivial, e.
- στην ΜΕΕ του Δρανδάκη, μεταφορική σημασία: ανούσιος, αηδής: «έωλα σοφίσματα».
- στο ελληνοαγγλικό του Crighton (1960): stale, trite, commonplace.
Το αίολος (με πεζό) δεν το είχε ποτέ κανένα λεξικό, το αιόλος δεν το είχε κανένα νεότερο ώστε να κάνεις τον γλωσσοντετέκτιβ, το επίθετο αίολος δεν είχαμε δει να το χρησιμοποιεί κανείς. Δεν γνωρίζαμε πώς μπορεί να είχε χρησιμοποιήσει τον έωλο ο Παπαδιαμάντης (βλ. σελίδα Σαραντάκου), βλέπαμε πώς χρησιμοποιούσαμε εμείς τη λέξη — θα μπορούσε να είναι μια εξέλιξη της τελευταίας εκείνης δεκαετίας, όπως έγινε αργότερα με την αναβίωση του αειφόρου. Δεν είχαμε το TLG ή τα σώματα εφημερίδων και παλαιών εκδόσεων στο διαδίκτυο· λειτουργούσαμε με τα «σώματα» που είχαν περάσει από τα μάτια μας.
Με τα δεδομένα εκείνων των χρόνων και αν θυμάμαι καλά, έωλος σήμαινε και σημαίνει σαθρός. Ούτε ευμετάβολος ούτε ξεπερασμένος. Αξίζει να γίνει ένας έλεγχος των σωμάτων του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, της περιόδου πριν ξεφυτρώσει το φρούτο με το αίολος, να μελετηθούν οι συμφράσεις και να βγουν συμπεράσματα. Διότι, πραγματικά, όταν κυκλοφόρησε η άποψη για το αίολος, είπαμε «Τι είναι αυτό το φρούτο;», τι σχέση μπορούν να έχουν τα σάπια και τα σαθρά με τα έπεα πτερόεντα, τα γοργά, τα άστατα και ευμετάβολα; Ο έωλος με τον αιόλο, που ποτέ πριν δεν είχαμε δει ούτε έτσι ούτε σαν αίολο.
Πάντως, αν πράγματι ολίσθησε η σημασία από τον ξεπερασμένο και τετριμμένο στον σαθρό, αυτό δεν έγινε κάτω από την επίδραση του αίολου ή του αιόλου! Στο «δικό μου» λεξικό δεν υπάρχει νεοελληνικό επίθετο αίολος ή αιόλος, μόνο ο θεός Αίολος με τον ασκό ή τους ασκούς του. Και το επίθετο έωλος σημαίνει σαθρός, αβάσιμος, ανεδαφικός.
Το ίδιο με το «δικό μου» εσωτερικό λεξικό φαίνεται ότι χρησιμοποιούσαν όλοι πριν κυκλοφορήσει το ΛΝΕΓ και ας μην είχαν κανένα έντυπο λεξικό να τους βοηθήσει, να τους πει τη σημασία του έωλος στις δικές μας μέρες. Πού υπάρχουν τα κείμενα με το αίολος; Ποια παραδείγματα του γραπτού λόγου έκαναν το ΛΝΕΓ να δημιουργήσει αυτό το λήμμα και να παρασύρει π.χ. το Ελληνογαλλικό του Κάουφμαν (δεν έχει λήμμα «έωλος», par Toutatis!), το «Το λέμε σωστά;», τον Μαρκαντωνάτο ή τον Παπαγεωργίου παραπάνω να αναπαρ(αγ)άγουν κάτι που κανείς μας δεν είχε δει ως to 1998; Αν το λήμμα δεν περιγράφει χρήση αλλά επιδιώκει να επιβάλει διόρθωση, πόσο βέβαιο είναι ότι η διόρθωση δεν είναι προς λάθος κατεύθυνση; Αν είναι απαραίτητο να φτιάξουμε ένα επίθετο αίολος με τη σημασία άστατος και ευμετάβολος, σύμφωνοι* (με τον κίνδυνο να πουν οι κακές γλώσσες ότι οι ορθογραφίες κάποιων λεξικών είναι αίολες). Αφήστε όμως κάτω το έωλος με τη σημασία που το ξέρουμε και το χρησιμοποιούμε εμείς οι μεγαλύτεροι όλα αυτά τα χρόνια.
* Για την ακρίβεια, υπό την επιρροή του ΛΝΕΓ θα πρέπει να δημιουργηθεί λήμμα στα λεξικά της άλλης όχθης για να δείξει την καινοφανή χρήση... Πού να τα ξεπαστρέψεις τώρα πια τόσα νομιστεράκια;