έωλος ή αίολος; έωλος

nickel

Administrator
Staff member
Επειδή έπεσε εδώ μια σκουντιά προς την κατεύθυνση της συζήτησης «έωλος ή αίολος;», θα σας παραπέμψω στις διαδικτυακές συζητήσεις και κυρίως θα καταθέσω την προσωπική μου άποψη και εμπειρία.

Τις πιο ενδιαφέρουσες απόψεις και συζητήσεις θα τις βρείτε στις παρακάτω διαδικτυακές σελίδες:
http://periglwssio.blogspot.com/2006/12/blog-post_23.html
http://neostipoukeitos.wordpress.com/2008/01/08/ελεοσ-πια-με-το-εωλοσ/
http://www.sarantakos.com/language/askoi.html
αλλά μπορείτε να αναζητήσετε αίολος + έωλος στο Google για να κάνετε λεπτομερέστερη έρευνα. Θεωρώ ότι περισσότερο αξίζουν οι 9 σελίδες στο βιβλίο Γλώσσα μετ’ εμποδίων του Σαραντάκου, δηλαδή το κεφάλαιο με τον τίτλο Οι ασκοί του εώλου (σελ. 162-170). Ωστόσο, δεν είναι σωστό να βγάλω εγώ στη φόρα / στο φόρουμ όλο αυτό τα υλικό· ας το κάνει ο ίδιος όταν αυτός το κρίνει σωστό —και να είστε βέβαιοι ότι θα είστε οι πρώτοι που θα το μάθετε…

Η άποψη του ΛΝΕΓ (και του ΕΛΝΕΓ) είναι ότι το αρχαίο επίθετο αιόλος, που σήμαινε (και) ευμετάβολος, άστατος, με ανέβασμα του τόνου υπό την επίδραση του ονόματος του θεού, δηλ. αίολος, είναι η λέξη που πρέπει να χρησιμοποιούμε για τη σημασία «αστήρικτος, αθεμελίωτος». Κακώς χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται το έωλος με αυτή τη σημασία. Έτσι το ΛΝΕΓ δίνει λήμματα:
έωλος, -ος, -ον (αρχαιοπρ.) 1. (συνήθ. για τρόφιμα) που έχουν απομείνει από την προηγούμενη μέρα ΣΥΝ. μπαγιάτικος, μουχλιασμένος ANT. φρέσκος, νωπός· 2. εσφαλμ. γραφή αντί τού αίολος (βλ.λ.). ΣΧΟΛΙΟ λ. αίολος. [ΕΤΥΜ. < αρχ. έωλος < εως «χάραμα, αυγή» + παραγ. επίθημα -λος].

αίολος, -η, -ο (λόγ.) αυτός που εύκολα μπορεί να ανατραπεί λογικά και κατά συνέπεια δεν είναι αξιόπιστος: με αίολες υποσχέσεις και λόγια δεν λύνονται τα προβλήματα || όλα τα επιχειρήματά του αποδείχθηκαν αίολα· δεν έπεισε κανέναν ΣΥΝ. αστήρικτος, αθεμελίωτος. [ΕΤΥΜ. < αρχ. αίόλος «ταχύς - ευμετάβλητος, άστατος», με επίδραση τού κύρ. ον. Αίολος ως προς τον αναβιβασμό τού τόνου στην προπαραλήγουσα: αἰόλος > αἴολος. Βλ. κ. Αιολείς].

Σε πλαίσιο:
αίολος ή έωλος; Λείπει συνήθως από τα λεξικά —ή το συναντούμε να γράφεται εσφαλμένα και να συγχέεται με το έωλος— το συχνό σήμερα στη χρήση αίολος με τη σημασία «αιωρούμενος, στον αέρα, ευμετάβλητος, ασταθής, αστήρικτος» (για λόγια, επιχειρήματα κ.τ.ό.). Πρόκειται για την αρχ. λ. αἰόλος, που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι με την ίδια περίπου σημασία με τη σημερινή «αιωρούμενος, ευμετάβολος, ασταθής, αστήρικτος, κ.λπ.» (πβ. αιόλ’ ανθρώπων κακά [Αισχύλος], αιόλον έπος [Σόλων]), για να φτάσει μέχρι τη μεταφορική σημασία «απατηλός – ψεύτικος» σε σύνθετα όπως αιολόμητις, αιολόβουλος και, στη σημασία «αβέβαιος», αιολόστομος. Ο τόνος τής λέξης στα Νέα Ελληνικά έχει αναβιβαστεί στην προπαραλήγουσα, προφανώς υπό την επίδραση τού ον. Αίολος, τού θεού των ανέμων, επίσης συνδεδεμένου με το ευμετάβολο τού καιρού. Διαφορετικό είναι το έωλος, επίσης αρχαίο (από το ἕως / ἠώς «αυγή, μέρα»), το οποίο σήμαινε τον «χθεσινό» και (για τρόφιμα) τον «μη νωπό, μη φρέσκο». Πρόκειται για λόγια λέξη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σήμερα σε επίσημο, τυπικό, γραπτό λόγο αντί για το μπαγιάτικος (< τουρκ. bayat) τής καθημερινής γλώσσας.

Επιτρέψτε μου να επισημάνω δύο κείμενα που το 1997 δεν θα έγραφαν αυτό που γράφουν τώρα: επιστολή του «ναυτίλου» (που καταλαβαίνουν όσοι διαβάζουν την Ελευθεροτυπία ποιος συντάκτης της είναι) και, στο συνημμένο, το σχετικό με τα «αίολος και έωλος» σημείωμα από το βιβλίο Τα γλωσσικά μας λάθη του Ηλία Β. Παπαγεωργίου (σελ. 78-80). Την επιστολή του «ναυτίλου» την «περιποιείται» ο Σαραντάκος στο βιβλίο του («έπεσε έξω εφ’ όλης της ύλης», όπως λέει) και δεν θέλω να επαναλάβω εδώ τα επιχειρήματά του. Στο σημείωμα με ενόχλησε το δουλικό αναμάσημα της άποψης του ΛΝΕΓ —ακόμα και οι συμφράσεις των παραδειγμάτων είναι οι ίδιες— χωρίς καμιά πρόσθετη έρευνα, καμιά φρέσκια ιδέα.

Η προσωπική εμπειρία:

Στη δεκαετία του 1960 και 1970 που γνώρισα εγώ τη λέξη ξέραμε (όσοι το ψάχναμε περισσότερο) ότι η αρχική σημασία της ήταν μπαγιάτικος και κλούβιος, αλλά κανένας δεν τη χρησιμοποιούσε με αυτή τη σημασία. (Παρέκβαση: είναι λίγο αστείο όταν γράφεται ότι έωλος σημαίνει μπαγιάτικος τη στιγμή που πάει δεν ξέρω πόσος καιρός που η λέξη δεν έχει χρησιμοποιηθεί με αυτή τη σημασία!) Για μας η τρέχουσα σημασία ήταν επέκταση της παλιάς: τα έωλα επιχειρήματα και τα έωλα στοιχεία ήταν απλώς σαθρά. Η εξήγηση που δίναμε ήταν ότι το μπαγιάτικο είναι σάπιο και το σάπιο είναι σαθρό, δεν μπορείς να στηριχτείς επάνω του. Δεν ακολουθούσαμε το σκεπτικό που δίνει σήμερα το ΛΚΝ: «κυρίως ως χαρακτηρισμός επιχειρημάτων, σοφισμάτων κτλ. που είναι ξεπερασμένα και που κατά συνέπεια δεν έχουν ουσιαστικό περιεχόμενο, που είναι αβάσιμα». Δεν τη χρησιμοποιούσαμε με τη σημασία τού ξεπερασμένου ή του αηδιαστικού που βλέπουμε σε παλιότερα λεξικά και οπωσδήποτε όχι με τη σημασία «ευμετάβολος». Τα λεξικά δεν βοηθούσαν. Ο επίτομος Δημητράκος που είχα στο σχολείο έγραφε στο έωλος: «1 επί τροφών: παλαιός, μπαγιάτικος, αντίθ. φρέσκος. 2 Α επί πράξεων: παλαιός, απηρχαιωμένος, κ. συνεκδ. ανούσιος, αηδής. 3 επί προσ.: οκνηρός, άτολμος. 4 ο υποφέρων εκ μέθης της προτεραίας» — γνωρίζαμε όμως ότι τα λεξικά βρίσκονταν πολύ πίσω, δεν παρακολουθούσαν τη γλώσσα.

Τη μεταφορική σημασία του «ξεπερασμένου» (που δίνει το ΛΚΝ) είχαν και πολλά από τα παλαιότερα λεξικά που κατέγραφαν τις μεταφορικές σημασίες της λέξης, π.χ. (προσθέτω στις έρευνες του Σαραντάκου) στο λήμμα έωλος διαβάζω:

- στο ελληνογαλλικό του Planche (1817): […] réchauffé – rance – vieux, suranné ; hors d’usage.
- στο ελληνικό του Άνθιμου Γαζή (1835): παρά τοις νεωτέροις δε και αντί του, μάταιος, ανωφελής.
- στο ελληνογαλλικό του Σκαρλάτου Βυζάντιου (1892): passé, pourri, rechauffé (sic), suranné, vieux.
- στο ελληνογαλλικό του Ηπίτη (1908): […] (μεταφ.) παλαιός, τετριμμένος, usé, ée; κοινός, χυδαίος, banal, e (πληθ. banaux), trivial, e.
- στην ΜΕΕ του Δρανδάκη, μεταφορική σημασία: ανούσιος, αηδής: «έωλα σοφίσματα».
- στο ελληνοαγγλικό του Crighton (1960): stale, trite, commonplace.

Το αίολος (με πεζό) δεν το είχε ποτέ κανένα λεξικό, το αιόλος δεν το είχε κανένα νεότερο ώστε να κάνεις τον γλωσσοντετέκτιβ, το επίθετο αίολος δεν είχαμε δει να το χρησιμοποιεί κανείς. Δεν γνωρίζαμε πώς μπορεί να είχε χρησιμοποιήσει τον έωλο ο Παπαδιαμάντης (βλ. σελίδα Σαραντάκου), βλέπαμε πώς χρησιμοποιούσαμε εμείς τη λέξη — θα μπορούσε να είναι μια εξέλιξη της τελευταίας εκείνης δεκαετίας, όπως έγινε αργότερα με την αναβίωση του αειφόρου. Δεν είχαμε το TLG ή τα σώματα εφημερίδων και παλαιών εκδόσεων στο διαδίκτυο· λειτουργούσαμε με τα «σώματα» που είχαν περάσει από τα μάτια μας.

Με τα δεδομένα εκείνων των χρόνων και αν θυμάμαι καλά, έωλος σήμαινε και σημαίνει σαθρός. Ούτε ευμετάβολος ούτε ξεπερασμένος. Αξίζει να γίνει ένας έλεγχος των σωμάτων του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, της περιόδου πριν ξεφυτρώσει το φρούτο με το αίολος, να μελετηθούν οι συμφράσεις και να βγουν συμπεράσματα. Διότι, πραγματικά, όταν κυκλοφόρησε η άποψη για το αίολος, είπαμε «Τι είναι αυτό το φρούτο;», τι σχέση μπορούν να έχουν τα σάπια και τα σαθρά με τα έπεα πτερόεντα, τα γοργά, τα άστατα και ευμετάβολα; Ο έωλος με τον αιόλο, που ποτέ πριν δεν είχαμε δει ούτε έτσι ούτε σαν αίολο.

Πάντως, αν πράγματι ολίσθησε η σημασία από τον ξεπερασμένο και τετριμμένο στον σαθρό, αυτό δεν έγινε κάτω από την επίδραση του αίολου ή του αιόλου! Στο «δικό μου» λεξικό δεν υπάρχει νεοελληνικό επίθετο αίολος ή αιόλος, μόνο ο θεός Αίολος με τον ασκό ή τους ασκούς του. Και το επίθετο έωλος σημαίνει σαθρός, αβάσιμος, ανεδαφικός.

Το ίδιο με το «δικό μου» εσωτερικό λεξικό φαίνεται ότι χρησιμοποιούσαν όλοι πριν κυκλοφορήσει το ΛΝΕΓ και ας μην είχαν κανένα έντυπο λεξικό να τους βοηθήσει, να τους πει τη σημασία του έωλος στις δικές μας μέρες. Πού υπάρχουν τα κείμενα με το αίολος; Ποια παραδείγματα του γραπτού λόγου έκαναν το ΛΝΕΓ να δημιουργήσει αυτό το λήμμα και να παρασύρει π.χ. το Ελληνογαλλικό του Κάουφμαν (δεν έχει λήμμα «έωλος», par Toutatis!), το «Το λέμε σωστά;», τον Μαρκαντωνάτο ή τον Παπαγεωργίου παραπάνω να αναπαρ(αγ)άγουν κάτι που κανείς μας δεν είχε δει ως to 1998; Αν το λήμμα δεν περιγράφει χρήση αλλά επιδιώκει να επιβάλει διόρθωση, πόσο βέβαιο είναι ότι η διόρθωση δεν είναι προς λάθος κατεύθυνση; Αν είναι απαραίτητο να φτιάξουμε ένα επίθετο αίολος με τη σημασία άστατος και ευμετάβολος, σύμφωνοι* (με τον κίνδυνο να πουν οι κακές γλώσσες ότι οι ορθογραφίες κάποιων λεξικών είναι αίολες). Αφήστε όμως κάτω το έωλος με τη σημασία που το ξέρουμε και το χρησιμοποιούμε εμείς οι μεγαλύτεροι όλα αυτά τα χρόνια.

* Για την ακρίβεια, υπό την επιρροή του ΛΝΕΓ θα πρέπει να δημιουργηθεί λήμμα στα λεξικά της άλλης όχθης για να δείξει την καινοφανή χρήση... Πού να τα ξεπαστρέψεις τώρα πια τόσα νομιστεράκια;
 

Attachments

  • Αίολος και έωλος (Παπαγεωργίου).doc
    28 KB · Views: 1,090

nickel

Administrator
Staff member
Συνέχεια στα παραπάνω:

Στο λήμμα έωλος του ΕΛΝΕΓ υπάρχουν οι παρακάτω σημασιολογικές παρατηρήσεις (αναπτύσσω τις βραχυγραφίες):
αρχική σημασία «μίας ημέρας, παλαιός, μπαγιάτικος» (ως αντίθετο του επιθέτου πρόσφατος) > ήδη αρχαία σημασία «απηρχαιωμένος, πεπαλαιωμένος, ξεπερασμένος» (μεταφορική σημασία κυρίως των ελληνιστικών χρόνων, Φίλωνος του Ιουδαίου Περί των εν μέρει διαταγμάτων 2.46: ὡς ἐπὶ παλαιοῖς καὶ ἑώλοις ἀμαυρὰν τὴν ἀντίληψιν ποιουμένης· για επιχειρήματα και συλλογισμούς, Πορφυρίου Περί αποχών 1.7: ψυχροῖς καὶ ἄγαν ἑώλοις σοφισματίοις πεισθέντες).
Σε πλαίσιο:
έωλος
Όπως προκύπτει από ελληνιστικά κείμενα, το επίθ. έωλος συναντάται ήδη εκείνη την εποχή ως προσδιορισμός συλλογισμών, επιχειρημάτων και αρχών με τη σημασία «ξεπερασμένος, πεπαλαιωμένος», επομένως «άχρηστος, μάταιος, σαθρός» (πβ. Ευσεβίου του Παμφίλου, Περί της εκκλησιαστικής θεολογίας 3.3: πάντα ἀθρόως ἐκεῖνα ἕωλα καὶ μάταια καὶ περιττὰ· Επιφανίου Κύπρου, Κατά αιρέσεων 1.359: τῶν ῥημάτων τῶν ἑώλων τε καὶ σαθρῶν παρ' αὐτοῖς κηρυττομένων).

Το λήμμα έωλος δεν υπάρχει καθόλου στο λεξικό Κριαρά. Στο Μείζον γράφει: που απόμεινε από την προηγούμενη μέρα, μπαγιάτικος | (μτφ.) αυτός που δεν αντέχει σε έλεγχο, δεν ευσταθεί: έωλο επιχείρημα.

Στην Κιβωτό της νεοελληνικής γλώσσας του Γ. Σ. Πλακιά (Μαλλιάρης-Παιδεία, 2009) τα παραδείγματα είναι:
Το έωλο ψωμί δεν τρώγεται (μπαγιάτικο, μουχλιασμένο).
Οι κομουνιστικές ιδέες είναι πια έωλες (απαρχαιωμένες, ξεπερασμένες).
Χρησιμοποιεί έωλα επιχειρήματα για να στηρίξει τις απόψεις του (παλιά, φθαρμένα).


Στα νεότερα ελληνοαγγλικά μου λεξικά δεν λείπει μόνο το επίθετο αίολος αλλά και το έωλος. Μόνο ο Κοραής δίνει: έωλος (λόγιο) – επιχείρημα, σόφισμα • αβάσιμος = unfounded, groundless.

Όπως ήδη ανέφερα, το Ελληνογαλλικό του Κάουφμαν αγνοεί το έωλος, αλλά έχει αίολος (à propos d'arguments, d'idées) mal étayé (-ée), mal fondé (-ée). Δηλαδή: αστήρικτος, αθεμελίωτος. (Τα συνώνυμα στο λήμμα αίολος του ΛΝΕΓ.)

Από μια έρευνα για τους διάφορους τύπους του έωλος σε 4 εφημερίδες (Βήμα, Νέα, Καθημερινή, Ελευθεροτυπία, κάπου 400 παραδείγματα, βλ. συνημμένο PDF) συν ό,τι μου έδωσε το ilsp.gr, διαπίστωσα τα εξής:

Κυριαρχούν τα έωλα επιχειρήματα και εκτός από αυτά έχουμε: έωλους ισχυρισμούς, έωλα αξιώματα, νομικά έωλο, έωλες κατηγορίες και, σαν συνώνυμο τού «διάτρητος», έωλα ντοκουμέντα, έωλα στοιχεία, έωλες καταθέσεις ή αποκαλύψεις, έωλη διαδικασία κ.λπ.

Μερικές φορές το χρησιμοποιούν με τη σημασία του απροστάτευτου, μάλλον από σύγχυση με το ευάλωτος, π.χ. αλλά και χωρίς ν' αφήνει τα ίδια κείμενα θεωρητικά έωλα και απροστάτευτα | παραμένουν έωλα στην αυθαιρεσία των καταπατητών.

Πότε πότε είναι απλώς κακόσημο, αλλά απαιτείται φαντασία για να καταλάβεις με ποια ακριβώς σημασία χρησιμοποιείται.

Συμπερασματικά: δεν χρησιμοποιείται με τη σημασία «μπαγιάτικος». Συνήθως σημαίνει σαθρός, αβάσιμος, ανεδαφικός, αστήρικτος, αθεμελίωτος, αλλά δεν γίνεται σαφές αν αυτό συμβαίνει επειδή κάτι είναι ξεπερασμένο. Συνήθως όχι. Χρήσιμο λοιπόν είναι να εξηγούμε γιατί βαφτίσαμε κάτι «έωλο», αλλιώς αφήνουμε στον άλλο την ερμηνεία του.



ΥΓ. Οι γκουγκλιές στις εφημερίδες είναι ένα πολύ καλό πρόχειρο σώμα κειμένων. Δυστυχώς, με την πρακτική των τελευταίων μηνών να φιλοξενούν στις σελίδες τους και τα σχόλια αναγνωστών για τα άρθρα έχουν υπονομεύσει τη χρησιμότητα αυτή, αφού δεν μπορούμε πια να μιλάμε για τα «ελληνικά της εφημερίδας». Είναι πια «τα ελληνικά της εφημερίδας και κάποιων περαστικών».
 

Attachments

  • έωλα στον τύπο.pdf
    228.7 KB · Views: 430

Zazula

Administrator
Staff member
Να προσθέσω κάποια λεξικά που λείπουν:
  • Ο Βοσταντζόγλου στο Αντιλεξικό του δεν έχει αίολος / αιόλος αλλά μόνο έωλος με τη σημασία "μπαγιάτικος (για τρόφιμα)" και "κλούβιος (για αβγά)".
  • Το Πρωίας (σώμα + συμπλήρωμα) δεν έχει αίολος / αιόλος αλλά μόνο έωλος με τις ίδιες σημασίες που προανέφερα.
  • Ο Θησαυρός του Γιοβάνη, όλως περιέργως, δεν έχει καθόλου το έωλος (έχει όμως την πολύ ενδιαφέρουσα λέξη εωλοκρασία), ενώ λημματογραφεί το (παροξύτονο) αιόλος με τέσσερις σημασίες: 1. αυτός που κινείται γρήγορα ή εύκολα, ευκίνητος, σβέλτος 2. ευμετάβλητος, ποικίλος 3. αστραφτερός 4. (μτφ) δόλιος, πανούργος, ραδιούργος. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο αιολόστομος "ασαφής, διφορούμενος (για χρησμούς)". Γενικά το α' συνθετικό αιολο- παραπέμπει το πολύ-πολύ σε πονηριά και/ή ασάφεια (πρβλ. αιολομήτις), όχι σε σαθρότητα ή στο αστήρικτο των επιχειρημάτων.
 

Zazula

Administrator
Staff member
...Χαρακτηριστικό τού πόσο ευμετάβλητα (δηλ. «αίολα») είναι τα πράγματα. :)
 

nickel

Administrator
Staff member
Καλημέρα. Όταν κατέγραψα το σφάλμα, εδώ, έγραφε «αίολη» και στο ψαχνό, όπως το παρέθεσα, μαζί και με το «ότι έχει να πει». Έκτοτε διόρθωσαν και τα δύο — αλλά ξέχασαν τον τίτλο.
 

nickel

Administrator
Staff member

Zbeebz

Member
Τυχαία βρήκα αυτό το νήμα κι είπα να προσθέσω κι εγώ το κατιτίς μου.
Πράγματι τα λεξικά που χρησιμοποιούσα όσο πήγαινα σχολείο δεν είχαν καθόλου τη λέξη αίολος. Μόνο τον ευάερο θεό Αίολο ξέραμε.
Τα έωλα (=μπαγιάτικα) επιχειρήματα υπάρχουν ως κλισέ και στα αγγλικά: stale arguments.

Εγώ εξακολουθώ να υποψιάζομαι ως γεννήτορα του "αίολος" κάποιον ανορθόγραφο ξερόλα...
 

drazen

New member
Εγώ εξακολουθώ να υποψιάζομαι ως γεννήτορα του "αίολος" κάποιον ανορθόγραφο ξερόλα...
Πες τα, χρυσόστομε! Να βρίσκαμε και ποιος είναι... (Όχι για να τον "εκτελέσουμε", αλλά για να δούμε ποιες άλλες συμβολές του έχουν, αν έχουν, γδάρει την γλώσσα και την μνήμη μας.)
 

MelidonisM

New member
Πες τα, χρυσόστομε! Να βρίσκαμε και ποιος είναι... (Όχι για να τον "εκτελέσουμε", αλλά για να δούμε ποιες άλλες συμβολές του έχουν, αν έχουν, γδάρει την γλώσσα και την μνήμη μας.)
:laugh:αίολος, -η, -ο (λόγ) αυτός που εύκολα μπορεί να ανατραπεί λογικά και κατά συνέπεια δεν είναι αξιόπιστος: με αίολες υποσχέσεις και λόγια δεν λύνονται τα προβλήματα || όλα τα επιχειρήματα του αποδείχθηκαν αίολα δεν έπεισε κανέναν ΣΥΝ αστήρικτος, αθεμελίωτος [ΕΤΥΜ < αρχ. αίολος - «ταχύς - ευμετάβλητος, άστατος», με επίδραση τού κύρ ον. Αίολος ως προς τον αναβιβασμό τού τόνου στην προπαραλήγουσα: αίόλος > αΐολος. Βλ. κ. Αιολείς]. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γεωργίου Μπαμπινιώτη
http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=214199.0#ixzz27Cj5FgOC
 

drazen

New member
Εντάξει, παραιτούμαι, αλλά δεν πείστηκα. Όχι για την ύπαρξη του "αίολος", αλλά για την λογική της πρώτης του συγκαιρινής χρήσης. Είναι εύκολο να ανατρέχουμε στα (αρχαιο)ελληνικά λεξικά και να ανασύρουμε λέξεις παροπλισμένες από αιώνες. Η επιχειρηματολογία του Ναυτίλου, αντιθέτως, με πείθει.
 
- Τ' άφησες το πεπόνι έξω απ' το ψυγείο και δεν τρώγεται πια. Είναι εντελώς έωλο. Είδες πόσο τσαπατσούλης είσαι;
- Τσαπατσούλης εγώ; Μέχρι χτες ακόμα μ' έλεγες νοικοκύρη. Λίγο αίολη μου φαίνεσαι τελευταία.
Πόσες χιλιάδες φορές δεν έχουμε ακούσει στη ζωή μας τέτοιους διαλόγους...
:rolleyes:
 

drazen

New member
- Τ' άφησες το πεπόνι έξω απ' το ψυγείο και δεν τρώγεται πια. Είναι εντελώς έωλο. Είδες πόσο τσαπατσούλης είσαι;
- Τσαπατσούλης εγώ; Μέχρι χτες ακόμα μ' έλεγες νοικοκύρη. Λίγο αίολη μου φαίνεσαι τελευταία.
Πόσες χιλιάδες φορές δεν έχουμε ακούσει στη ζωή μας τέτοιους διαλόγους...
:rolleyes:
:lol:
 
Εγώ πάντως εξακολουθώ να μην έχω συναντήσει (παρά το ότι έψαξα) το αίολος σε παλιά κείμενα. (Εδώ βέβαια τα ψαχτήρια των εφημερίδων δεν βολεύουν γιατί βγάζουν την οδό και τους ασκούς του Αιόλου).
 

MelidonisM

New member
Αν και δεν είναι της καθομιλουμένης ταιριάζουν σε λογοπαίγνια:

Πού χάθηκε ο έωλος Κεντέρης;

Μεγάλη έκπληξη απόψε στο κύπελλο μπάσκετ. Ο ΠΑΟΚ στα Τρίκαλα έμεινε αίολος· προτιμήθηκε το "σκοτώθηκε" στα (δυο) στενά. (μόλις είδα ότι ο Αίολος Τρικάλων τούτο το μήνα μετονομάστηκε σε Trikala BC...
έωλος ο Αίολος...)
 

nickel

Administrator
Staff member
Να συγχαρώ το Εννοιόλεξο, όπου βλέπω ότι δεν υπάρχει αίολος (μόνο Αίολος, «ο θεός του ανέμου στη μυθολογία») και ο έωλος έχει σαν συνώνυμα τα παρακάτω:

αβάσιστος
αθεμελίωτος
αθεμέλιωτος
ανυπόστατος
αστήρικτος
αστήριχτος
ασύστατος: ασύστατες κατηγορίες
έωλος
σαθρός
στον αέρα
αυθαίρετος
 

Zazula

Administrator
Staff member
ΧΛΝΓ:
αίολος, ο, η (εσφαλμ.) βλ. έωλος
έωλος, η/ος, ο (απαιτ. λεξιλόγ.) (εσφαλμ.) αίολος: αβάσιμος, αστήρικτος [...]
 

Zazula

Administrator
Staff member
Το ΛΠΑΛ λημματογραφεί μόνον το αίολος (το έωλος δεν το έχει ούτε με παραπομπή «βλ.»)· γράφει μεν ότι η συνήθης ορθογραφία είναι έωλος αλλά όλο το λήμμα αναφέρει μόνο το αίολος. Στις ετυμολογικές πληροφορίες δίνεται για έτυμον το επίθ. αιόλος, αλλά κατόπιν σε πλαίσιο περιγράφεται το γεγονός ότι η σύνδεση αυτή δεν είναι βέβαιη.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Καταγράφω μια χρήση του αίολος σε έργο τρίτου συγγραφέα (και μάλιστα του ΑΠΘ / Ιδρ. Τριανταφυλλίδη): «[...] μπορεί να συσχετίζεται επίσης με το ελλ. δούλος (*dos-e-lo-), αλλά η σύνδεση είναι αμφίβολης εγκυρότητας και παραμένει αίολη.» (Γεώργιος Κ. Γιαννάκης, Ιστορική γλωσσολογία και φιλολογία, ΙΝΣ 2011, σελ. 201)
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Ψάχνοντας τις προάλλες μήπως είχαμε κάποτε λέξη για το hangover —αφού σκέφτηκα ότι με τόσα συμπόσια οι αρχαίοι ημών, δεν μπορεί, θα είχαν λέξη για να πουν αυτό που ένιωθαν την επομένη, δεν θα περίμεναν τ' αμερικανάκια— άνοιξα και το 15τομο του Δημητράκου. Και βρήκα την εωλοκρασία για το hangover και τον έωλο για το hungover:





Παραείναι χτεσινά μεν, πολυκαιρισμένα, υπαρκτά δε, επαρκώς χρησιμοποιημένα.


Με την ευκαιρία, ιδού και το πλήρες λήμμα για τον έωλο, μαζί με την εωλοκρασία, το ρήμα εωλίζω, τον εωλισμό και τον εωλονεκρό, τα οποία ενισχύουν πολλαπλά την πρώτη ανάρτηση του νήματος:




Μετά απ' όλα αυτά, τον αίολο τον πήρε ο αέρας. Gone with the wind.
 
Top