Αναρωτιέμαι καμιά φορά πώς ν’ ακούγεται άραγε σήμερα ο κατά Σαββόπουλον Αριστοφάνης. Αν διαισθάνεται, εννοώ, ένας σημερινός νεαρός στην ηλικία ακροατής ή θεατής τα πολλαπλά μηνύματα της τότε ειρωνικής, εικονοκλαστικής, ελευθερο-αναρχίζουσας, κόντρα στο κατεστημένο παράστασης. Πόσες από τις αναφορές στα πράγματα της εποχής πιάνει; Την αναιδή διακωμώδηση, ας πούμε, των κατεστημένων κομμάτων —της Αριστεράς μη εξαιρουμένης («μια βέργα λυγαριά, μια ρίζα δεντρολίβανο», «η μάνα που καθαρίζει φρέσκα φασολάκια στην ποδιά της», «το Χρέος» —ευθεία παραπομπή στα
ημερολόγια του Μίκη Θεοδωράκη). Όσοι ακολουθούσαν τον τροβαδούρο Σαββόπουλο μαγεμένοι, όπως τα παιδιά του Χάμελιν τον παρδαλό με τη γκάιντα (ανάμεσά τους και ο γράφων), εκστασιάζονταν με το σύνθημα «Κάτω οι διαλεκτικές των τεχνικών της εξουσίας». Ειπωμένο από εκείνον που διαμαρτυρόταν ότι το κόμμα τον τραβούσε απ’ το μανίκι, εκείνον που λίγο μετά δήλωνε ευθαρσώς «Δεν είμαι πασόκα, δε είμ’ ούτε κουκουέ», φάνταζε σαν λαμπερός σηματοδότης στο δρόμο προς την ουτοπία. Πόση απογοήτευση, όταν αργότερα ο ίδιος αποδείχτηκε ψεύτης του εαυτού του, όταν κατάντησε να υποδύεται ακριβώς το ρόλο αυτών που λοιδορούσε... Και δεν ξέρω για ποιον έχω αισθανθεί μεγαλύτερη πίκρα, εγώ το κατά δήλωσή μου παιδί της Μεταπολίτευσης, για το Σαββόπουλο, όταν εκστομίζει σήμερα αυτό το «κάτω οι διαλεκτικές των τεχνικών της εξουσίας» σαν να μην τρέχει τίποτα, ή για το Θάνο Μικρούτσικο, τον άλλο μέγα επαναστάτη της πολυθρόνας, που τολμάει ανερυθρίαστα σήμερα, έπειτα από σαράντα χρόνια, να θυμηθεί και να παίξει το εξεγερτικό «Τους έχω βαρεθεί», ειδικά τους στίχους εκείνους που περιγράφουν τον σημερινό του εαυτό:
Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του κράτους τα ’χουνε πλακάκια,
σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω βαρεθεί.
Τέλος πάντων, ας προσθέσω και μια ιστορική πληροφορία για να υπάρχει κάπου γραμμένη, γιατί δεν τη βρήκα στο Διαδίκτυο: Χρόνια μετά την κυκλοφορία του δίσκου οι
Αχαρνείς είχαν υποχωρήσει στη θύμηση του κοινού, καινούργιες γενιές είχαν μεγαλώσει, ο Σαββόπουλος έγινε εκείνος που έγινε, και κάποια μέρα, στα 2002, στο Υπουργείο Άμυνας επί Γιάννου Παπαντωνίου αποφασίστηκε να πραγματοποιηθεί σειρά εκδηλώσεων για τους στρατευμένους με περιεχόμενο πολιτιστικό κάπως πιο ραφιναρισμένο από τις έως τότε γνωστές συναυλίες τύπου Ρουβά και του Χατζηγιάννη για τα φανταράκια. Το σύνολο των εκδηλώσεων είχε το βαρύγδουπο τίτλο «Με όπλο τον πολιτισμό». Ανάμεσα σε άλλα υιοθετήθηκε μια έξυπνη ιδέα της Σοφίας Σπυράτου, να ανεβάσουν οι ίδιοι οι φαντάροι τους
Αχαρνείς του Σαββόπουλου σε σκηνοθεσία δική της. Η υλοποίηση αυτού του σχεδίου (ένας εφιάλτης για το αρμόδιο γραφείο που το ανέλαβε) απαιτούσε να βρεθούν μουσικοί και ηθοποιοί φαντάροι απ’ όλες τις μονάδες του στρατού σε όλη τη χώρα, να επιλεγούν οι καλοί, να μαζευτούν στην Αθήνα, να κάνουν πρόβες, να συντονιστούν δηλαδή παιδιά εντελώς άγνωστα μεταξύ τους και να στήσουν ένα πανηγύρι. Η παράσταση ανέβηκε στο θέατρο Ακροπόλ και είχε, κατά τη γνώμη μου, επιτυχία, και ως θέαμα και ως ακρόαμα. Τα ονόματα των παιδιών που μόχθησαν γι’ αυτό δεν έγιναν γνωστά στον κόσμο, φυσικό άλλωστε, αφού ήσαν όλοι νέοι και άπειροι, αλλά εγώ θα σας ονοματίσω τρεις, για να τους ξέρετε, γιατί από τότε έχουν γίνει επώνυμοι, όπως άξιζε στο ταλέντο τους. Ήταν λοιπόν ο
Βασίλης Χριστόπουλος, ναύτης τότε, που είχε τη γενική διεύθυνση (και σήμερα διαπρέπει ως διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών), ο Γιώργος Πέτρου, που
διευθύνει την Καμεράτα, και ανεβάζει οπερέτες (όπως η φετεινή επιτυχία το
Πικ-νικ), και ο
Δημήτρης Δεσύλλας, σολίστας κρουστών.
Ο Σαββόπουλος σνομπάρισε την παράσταση. Κατάλαβε όμως ότι εκεί υπήρχε ψωμί και έπειτα από ένα δυο χρόνια ανέβασε την παράσταση ο ίδιος.