Η δική μου, εντελώς μπακάλικη, προσέγγιση (μια και δεν ξέρω αρχαία):
1. Για να έχει ουδέτερο -ών, πρέπει να έχει θηλυκό σε -ώσα (ΔΕΝ έχει).
2. Για να έχει ουδέτερο -ον, θα πρέπει το θηλυκό σε -ουσα να είναι προπαροξύτονο (ΔΕΝ είναι).
3. Επίσης, υπάρχουν και επίθετα με ουδέτερα σε -ον, αλλά εκείνα έχουν θηλυκό σε -ών (ΔΕΝ είναι επίθετο, αλλά και ΔΕΝ έχει τέτοιο θηλυκό).
4. Άρα τι μένει; Μα, το -ών, -ούσα, -ούν!
Άπό το ΛΚΝ:
-ών -ούσα -ούν [ón] : κατάληξη λόγιας μετοχής του ενεργητικού ενεστώτα ρημάτων της β' συζυγίας, β' τάξης· κυρίως σε στερεότυπη χρήση (εκφράσεις, φράσεις, επιστημονικό λεξιλόγιο κτλ.) με επιθετική λειτουργία ή σε θέση ουσιαστικού· (πρβ. -ων -ουσα -ον, -ών -ώσα -ών): 1. Bαρυπενθούσα χήρα. Mετανοούσα Mαγδαληνή. Συγκοινωνούντα δοχεία. Διοικούσα επιτροπή. Oι αντιφρονούντες / οι αναξιοπαθούντες / οι δεινοπαθούντες. 2. O αιτών. Kροτούν αέριο. [λόγ. < αρχ. επίθημα μεε. περισπώμενων ρ. της β' τάξης -ῶν: αρχ. κρατ-ῶν]
-ων -ουσα -ον [on] : κατάληξη λόγιας μετοχής του ενεργητικού ενεστώτα ρημάτων της πρώτης συζυγίας με επιθετική λειτουργία ή σε ουσιαστικοποιημένη χρήση· (πρβ. -ών -ώσα -ών, -ών -ούσα -ούν): 1. σε στερεότυπη χρήση (εκφράσεις, φράσεις, επιστημονικό λεξιλόγιο κτλ.): Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος. H λανθάνουσα γλώσσα λέει την αλήθεια. O ενάγων. Eκ των ενόντων. Eπί του παρόντος. Προς το παρόν. Yπέρ το δέον. 2. με αυξανόμενη συχνότητα ιδιαίτερα στο γραπτό λόγο προκειμένου να καλύψει την απουσία κλιτού τύπου μετοχής του ενεργητικού ενεστώτα: εξέχων εξέχουσα εξέχον, τρέχων τρέχουσα τρέχον, σημαίνων σημαίνουσα σημαίνον, πρωτεύων πρωτεύουσα πρωτεύον, υπάρχων υπάρχουσα υπάρχον, λανθάνων λανθάνουσα λανθάνον. 3. (ειρ.) σε ευκαιριακούς σχηματισμούς ακόμη και – ή κυρίως– στις περιπτώσεις που το ρήμα δεν επιδέχεται λόγιες καταλήξεις: O παίζων ζάρια. Ένα πλοίο ταξιδεύον. [λόγ. < αρχ. επίθημα μεε. βαρύτονων ρ. -ων: αρχ. σῴζ-ων, σώζ-ων]
-ών -ώσα -ών [ón] : κατάληξη λόγιας μετοχής του ενεργητικού ενεστώτα ρημάτων της β' συζυγίας, α' τάξης· κυρίως σε στερεότυπη χρήση (εκφράσεις, φράσεις, επιστημονικό λεξιλόγιο κτλ.) με επιθετική λειτουργία ή σε θέση ουσιαστικού· (πρβ. -ων -ουσα -ον, -ών -ούσα -ούν): H κυβερνώ σα παράταξη. Tο κυβερνών κόμμα. Aποχρών λόγος. Oι κυβερνώντες. [λόγ. < αρχ. επίθημα μεε. περισπώμενων ρ. της α' τάξης -ῶν: αρχ. τολμ-ῶν]
-ων -ων -ον [on] αρσ. και θηλ. γεν. -ονος, αιτ. -ονα, πληθ. -ονες, γεν. -όνων, αιτ. -ονες, ουδ. γεν. -ονος, πληθ. -ονα, γεν. -όνων : κατάληξη λόγιων τριγενών και δικατάληκτων επιθέτων· μέσα στην πρόταση λειτουργούν συνήθ. σε θέση κατηγορουμένου ή ουσιαστικού: αγνώμων, αλλόφρων, ισχυρογνώμων, μετριόφρων, σώφρων· συχνά μεταπλάθονται για να προσαρμοστούν στη μορφολογία της νέας ελληνικής: I. το αρσενικό γένος: 1. μεταπλασμός σε -ονας, στην περίπτωση που η αποδιδόμενη από το επίθετο ιδιότητα αφορά πρόσωπο: βασιλόφρονας, εθνικόφρονας, ισχυρογνώμονας, μετριόφρονας. 2. μεταπλασμός σε -ονος, κυρίως στην περίπτωση που η αποδιδόμενη από τα επίθετα ιδιότητα δεν αφορά πρόσωπο, χωρίς να αποκλείονται και αναλογικοί σχηματισμοί αυτών των επιθέτων σύμφωνα με την απλοποίηση σε -ονας: ατέρμονος, επίμονος. II. το θηλυκό γένος: μεταπλασμός σε -ονη με επικρατέστερη προς το παρόν τη χρήση του λόγιου τύπου σε -ων: αλλόφρονη, ευγνώμονη, ατέρμονη. III. το ουδέτερο γένος: μεταπλασμός σε -ονο με επικρατέστερη προς το παρόν τη χρήση του λόγιου τύπου σε -ον: ατέρμονο. || σε ορισμένες περιπτώσεις το λόγιο ουδέτερο σε -ον ανεβάζει τον τόνο στην προπαραλήγουσα: ο ευδαίμων, η ευδαίμων, το εύδαιμον. [λόγ. < αρχ. κατάληξη επιθέτων -ων: αρχ. σώφρ-ων· -ονας: μεταπλ. με βά ση την αιτ. για προσαρμ. στη δημοτ.· -ονος: μεταπλ. κατά τα επίθ. σε -ος για προσαρμ. στη δημοτ.]