Μικιμάους μπήκε στο σπίτι μας από τον αριθμό 1. Ο πατέρας μου, που είχε δουλειές με Ιταλία, μας είχε φέρει και μας διάβαζε κάποια Τοπολίνο και όταν βγήκε στα ελληνικά, τα θέλαμε. Εγώ τα βαρέθηκα μάλλον γρήγορα, αλλά τα διάβαζα όταν έπεφταν στα χέρια μου --πράγμα που δεν λέει τίποτα, γιατί διάβαζα και διαβάζω ακόμη και τις χαρτοπετσέτες. Προσπαθούσα, όμως, να βρίσκω γερμανικές εκδόσεις (τις ζητούσα για δώρο, π.χ. ή διαβασμένα, από συμμαθητές), τα οποία είχαν ιστορίες διαφορετικές από αυτές που έρχονταν στην Ελλάδα και τις μετέφραζα έναντι πενιχρού γονικού χαρτζιλικώματος για τον μικρότερο αδελφό μου. Ξεπατίκωνα και έκοβα σε άσπρο χαρτί τις φούσκες, έγραφα το ελληνικό μέσα τους και το κολλούσα πάνω στο γερμανικό. Αντίθετα από εμένα, ο αδελφός μου νομίζω ότι συνέχισε τα μικιμάους αρκετά χρόνια.
Γενικά συνενώ με το πιο πάνω του Θέμη (συμφωνούμε μέχρι και στον Adam Strange που έγινε στα ελληνικά Παράξενος Αδάμ). Και Υδατάνθρωπος, φυσικά, ο Aquaman, και Υπεράνθρωπος o Superman (μιλάω για τις πρώτες εκδόσεις Πεχλιβανίδη). Όχι όμως με Μάσκα αλλά Μικρό Ήρωα (πλήρη σειρά, ανατυπωμένη και βιβλιοδετημένη και αδόξως πεσούσα υπό θερμοσίφωνος καταποθείσα) --μεγάλωνα και σε εποχή εθνικοπατριωτικής εξάρσεως, βλέπεις-- και Τιραμόλα και Λουκιλούκ και μετά Αστερίξ (και αργότερα κάτι άλλα, κάποια πρέπει να ήταν νομικά νομίζω, Σάκουλα ή κάπως έτσι)...
Για να είμαι ειλικρινής, από τα μικιμάου δεν θυμάμαι πρωτογενώς πολλά πράγματα. Απορούσα πώς δεν σπάει το κεφάλι του ο Σκρουτζ όταν βουτούσε στα χρυσά νομίσματα σαν να ήταν πουπουλένια, πώς στέκονταν οι φιγούρες πάνω από τις χαράδρες ποδοπατώντας τη βαρύτητα μέχρι να κοιτάξουν από κάτω τους, πώς ο Γκαστόνε δεν αξιοποιούσε τα κέρδη του για κάτι καλύτερο από το να κόβει βόλτες και, γενικώς, μου έλειπε όλος ο απαραίτητος παιδικός ρομαντισμός για να τα απολαμβάνω at face value.
Στο μικιμάους και στον Σκρουτζ οφείλω πάντως την παραλλαγή της Μονόπολης που είχα κατασκευάσει για οικογενειακή κατανάλωση, απλώς καταργώντας τα πρόστιμα, πολλαπλασιάζοντας τον αριθμό σπιτιών και ξενοδοχείων σε «όσα θέλεις» με αντίστοιχα νοίκια και αυξάνοντας τον χρόνο της παρτίδας σε «επάπειρον», με την τράπεζα να δανείζει ευχαρίστως άτοκα όποιον ήθελε να χτίσει ή να αγοράσει. Την τρίτη ή τέταρτη συνεχόμενη μέρα υπήρχαν σε κάθε νταμάκι από 30-40 ξενοδοχεία, τα νοίκια αριθμούσαν ποσά ανάλογα με το σημερινό ΑΕΠ και το νόμισμα συναλλαγής ήταν οι ράβδοι χρυσού που είχα κατασκευάσει ειδικά για τις ανάγκες των παικτών...