Αμάν βρε Ζαζ. Είπα ότι σημαίνει και το ένα και το άλλο. Παράνομο φυσικά και είναι το λάδωμα σαν διαδικασία, αλλά στην συγκεκριμένη έννοια είναι μια παράνομη πράξη που γίνεται για να τελεστεί μια άλλη, νόμιμη. Π.χ. λάδωμα είναι αυτό που γίνεται κυρίως στην πολεοδομία, που πολλές φορές πρέπει να πληρώσεις αλλιώς η δουλειά σου δεν γίνεται καθόλου. Όχι γιατί υπάρχει κάποια τυπικότητα που δεν είναι διευθετημένη, απλά γιατί ο υπάλληλος μπορεί. Το πιο γνωστό παράδειγμα τέτοιου λαδώματος είναι η απόκτηση διπλώματος. Είναι πολύ καλά γνωστό ότι υπάρχουν συγκεκριμένοι εξεταστές που απαιτούν χρήματα για να σε περάσουν, άσχετα αν είσαι άψογος. Τυπικά δίνουν μια δικαιολογία που σε κόβουν, αλλά μπορεί να είναι τελείως πλασματική, γιατί απλά δεν τους ελέγχει κανείς. Υπάρχουν και εξεταστές που δεν χρηματίζονται, βέβαια.
Ωστόσο θέλω να πω ότι αν ήμουν επιμελητής λεξικού, θα σκεφτόμουν σοβαρά να μην συμπεριλάβω τέτοια σημασία, γιατί είναι σαν να παραδέχεσαι δημόσια ότι το κράτος σου είναι ξεκάθαρα τριτοκοσμικό, με την κυριολεκτική σημασία της λέξης.
Τώρα αν έχεις κάποια άλλη λέξη για να το εκφράσεις αυτό, πολύ ευχαρίστως να την ακούσω. Εγώ το ξέρω ως λάδωμα. Δεν το αποκλείω να κάνω λάθος και να έχετε όλοι δίκιο και αυτό που περιγράφω να λέγεται κάπως αλλιώς (δηλαδή η παράνομη καταβολή ποσού για να απελευθερωθεί μια νόμιμη διαδικασία που είχε μείνει στάσιμη ακριβώς επειδή ο υπάλληλος απαιτούσε πληρωμή). Σ' αυτήν την περίπτωση, απλά ζητάω να μάθω πώς λέγεται.